Η λίστα ιστολογίων μου

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945): Ένας ακούραστος εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων!






Κάποτε οι άνθρωποι των γραμμάτων, αφού πρώτα είχαν εξηγήσει τι είναι η Αισθητική έγραφαν τα Αισθητικά και τα Κριτικά τους κείμενα. Μεγάλη υπόθεση! Ήταν μια ευγενής άμιλλα για να ανυψωθεί πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο των ίδιων και κατά συνέπεια του λαού. Υπήρχαν πολλοί μάστορες σε όλο αυτό με μεγαλύτερο ίσως όλων τον μπάρμπα Κώστα Βάρναλη! Από τις χιλιάδες σελίδες που μας έχει αφήσει κληρονομιά ξεχωρίζουν οι πλούσιες κριτικές του απόψεις για ένα σωρό διανοούμενους, εργάτες των γραμμάτων, γραφιάδες, ερευνητές, ποιητές, επαναστάτες των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, αρχαίους συγγραφείς και τραγωδούς. Απίστευτα πράγματα! Πλούτος ανεκτίμητος! Που αν εκτιμηθεί και δωθεί απλόχερα στο λαό μας θα ξυπνήσει μονομιάς και θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς, όπως έγραψε στη μπάλαντα του κυρ Μένιου κι ο ίδιος...

Τα "φύλλα" με χαρά και περηφάνια παρουσιάζουν την κριτική του για αυτόν τον ακούραστο εργάτη των γραμμάτων Γιάννη Βλαχογιάννη μέσα από την πένα του Κώστα Βάρναλη!

Ενας σημαντικός εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων ο Γιάννης Βλαχογιάννης (ψευτόνομα: Γιάννης Επαχτίτης [...]. Πεζογράφος, ποιητής, ιστοριοδίφης απ' τους καλύτερους της περασμένης γενιάς. 

Είταν όχι μονάχα ένας από τους πρώτους αγωνιστές του "στρατευμένου δημοτικισμού" της εποχής εκείνης [...]. Μπορεί στην ποίηση - που γρήγορα την παράτησε - να μην ανέβηκε πολύ [...], όμως σαν ερευνητής, συλλέκτης κ' εκδότης παλαιών ιστορικών εγγράφων, που αναφέρονται κυρίως στην ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του Εικοσιένα, πρόφερ' ανεχτίμητες υπηρεσίες στο έθνος ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα του νεοελληνικού λόγου, κείμενο αξεπέραστο στο ύφος στο ήθος και στην αλήθεια: τ' απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη [...].

Εννοείται, πως δεν είναι μονάχα τουτ' η προσφορά του Βλαχογιάννη.

Μας έδωσε κι άλλα ιστορικά κείμενα γραμμένα από αγωνιστές του μεγάλου Σηκωμού του λαού ενάντια στους τυράννους του.

Ο Βλαχογιάννης είχε πάθος για την Επανάσταση του Εικοσιένα. Και για τα ιστορικά έγγραφα, που τα μάζευε από τα μαγαζιά της Αγοράς, όπου το Κράτος μη ξέροντας τι να τα κάνει και που να τα βάλει τα πούλησε με την οκά για χαρτί περιτυλίγματος. Κι ο Βλαχογιάννης έπεσε πάνου, τα 'βρισκε, τ' αγόραζε κ' είχε μ' αυτόν τον τρόπο καταρτίσει μια πλουσιότατη συλλογή, που την εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε. 

Τέτοια εγκληματική αδιαφορία του επίσημου κράτους για τα πολυτιμ' αυτά χαρτιά του έθνους, που τα πούλησε με την οκά, μας κάνει εντύπωση τα τότε. Αλλ' ας μη γελιόμαστε. Η εχθρική στάση, που πήρε το επίσημο κράτος και ανώτατοι πνευματικοί οργανισμοί αντίκρια στον πρόσφατο αγώνα του ελληνικού λαού (εννοεί την Εθνική Αντίσταση 1941-1944) ενάντια στους ξένους καταχτητές, μας δείχνει κατά έναν τρόπο πως και τότε τα ίδια γινόντανε. Και τότες είχε πολεμήσει ο λαός, αλλά τον καβάλησαν οι παλιοί αφέντες(Φαναριώτες καί κοτσαμπάσηδες) και πως ύστερα από τόσην αιματοχυσία δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα στην Ελλάδα παρά μονάχα ο εχθρός. Επομένως η τότε γραφειοκρατία περιφρονούσε τον Αγώνα και τους αγωνιστές -και πολύ φυσικά τύλιγε με τα έγγραφ' ας πούμε, του Ανδρούτσου, σαρδέλες και τουλουμοτύρι. Όπως ακριβώς και σήμερα το Αρχείο του Αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, που έπεσε στα χέρια του κράτους, κινδυνεύει να πάρει αργά ή γρήγορα το δρόμο της σαρδέλας ή της φωτιάς. Αυτό συνηθίζεται πάντα, όταν άλλοι πολεμούν κι άλλοι νικούν. Όταν πολεμάει ο λαός και νικούν οι αφέντες του!

Ο Βλαχογιάννης θα μείνει στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην ιστορική μνήμη πρώτα σα μάστορας της δημοτικής [...] και σαν εκδότης ιστορικών κειμένων, που η σημασία τους η ιστορική είναι μεγάλη κ' η αξία τους η λογοτεχνική (όπως συμβαίνει με τ' "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη) μοναδική στο είδος της. [...]

Ένας άλλος Βλαχογιάννης θα χρειαστεί και μεθαύριο για τον Αγώνα του λαού σε βουνά και πολιτείες στη φριχτή περίοδο του 40-41.

Ο Βλαχογιάννης στάθηκε στον καιρό του όχι μονάχα θαυμαστής της Επανάστασης του παρά κι ο ίδιος ένας επαναστάτης. Επαναστάτης -αστός, που πολεμησε μαζί με τόσους άλλους πνευματικούς "ήρωες" (τον Ψυχάρη, τον Πάλλη, τον Παλαμά κλπ.) για τη μόρφωση του λαού. [...]

Όμως η επαναστατικότητα κι αυτουνού και των συμπολεμιστάδων του σταματούσε στο Εικοσιένα. Κανένας τους δεν μπορούσε να παραδεχτεί, πως ύστερα απ' το Εικοσιένα μπορούσε να γίνει άλλη επανάσταση του λαού. Και κάθε φορά που του δόθηκε η ευκαιρία, ο Βλαχογιάννης ξεσπάθωσε με τη γνωστή ρουμελιώτικη ορμητικότητα "υπέρ της τάξεως". Αλλ' εμείς θα πάρουμε από το έργο του μαθήματα, που βοηθάνε το λαό να προχωρήσει μπροστά και να ξαναβρεί τη χαμένη του λευτεριά. Κι όλα τ' άλλα τα ζαβά του θανάτου τα συχωρέσουμε -του αξίζει. 

Του αξίζει προ πάντος η τιμή κ' η ευγνωμοσύνη του Λαού.


Κώστας Βάρναλης: ΑΠΑΝΤΑ, δεύτερος τόμος, Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

28.2.2025




-Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! Ο Μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μοσκόβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε• και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το τομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται• τον γελάνε εκείνοι που τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι ετούτη, όπου θα χαθή το βασίλειον μας. Πλερώνουμε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήσει κανένας το μυστικό, να μάθωμε  μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμεις. Δι' αυτό πλερώνουμε και παλουκώνουμε και σκοτώνουμε και αλήθεια πότε δεν μάθαμε...

Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Διονύσιος Σολωμός: Οι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ του στο Μεσολόγγι, το Στάλινγκραντ και τώρα πια στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη...




Στο "Μισολόγγι" η δύναμη της θέλησης που μάταια προσπαθούν να την καταβάλουν τρομαχτικές δοκιμασίες.

(Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα)

Η δύναμη της θέλησης και του δίκιου ήταν και είναι πάντα αυτές οι κινητήριες δυνάμεις που γύριζαν και γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας προς την πρόοδο του ανθρώπου. Εκεί που πρόοδος σημαίνει ελευθερία. Και εκεί πάντα έπεφταν τρομαχτικές δυνάμεις να εμποδίσουν αυτή την πορεία.

Οι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και για τη Γάζα και για τη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης. Ο ποιητής είδε σωστά! "Έζησε" την τραγωδία των ανθρώπων του Μεσολογγίου. 

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει•
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε• 

Αυτή η τραγωδία της ανθρώπινης ιστορίας επαναλήφθηκε έναν αιώνα και κάτι μετά στο Στάλινγκραντ. Εκεί που ο Κόκκινος Στρατός και οι ηρωικοί κάτοικοι του έκαναν μια διαφορετική έξοδο που πήρε φαλάγγι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, έως το σπίτι τους, τους πολιορκητές. Ο ίδιος κλοιός, αδιαπέραστος στα μάτια των ισχυρών, διαπεράστηκε και στη Γάζα... 

Εχαμογέλασε πίκρα κι ουλεθενέ κοιτάζει•
κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν:
"Εκεί 'ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου•
με τ' άρματ' όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή 'πε: "Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολημένος•
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμενος•
παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, καλέ, χαρά σου!
Άκου, νησιά στεριές της γης, έμαθαν τ' όνομά σου!
[...]
Δρόμο αστραφτά να σχίσω τους εχθρούς καλά θρεμμένους,
σ' εχθρούς πολλούς, πολλ'άξιους, πολλά φαρμακωμένους•
να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδαρι•
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.

Έναν παγκόσμιο τύπο του ελεύθερου πολιορκημένου σχεδίασε ο Σολωμός. Ενός στρατευμένου ανθρώπου στο όνομα και στην αρετή της Ελευθερίας. Στο όνομα της τόλμης. Μια και μόνη έξοδο είχαν οι δεσμώτες των περιοχών αυτών. Όταν μέσα σε αυτό το μαρτύριο έβλεπαν κάθε μέρα πρόσωπο με πρόσωπο τον θάνατο, από τα σπαθιά, τα κανόνια, τις σφαίρες, την πείνα, τότε βγαίνει ολόψυχα από μέσα τους το όραμα της επόμενης ελεύθερης μέρας. Και τότε είναι η στιγμή του μεγάλου ανθρώπου. Του πολεμιστή του Μεσολογγίου. Της μάνας του Στάλινγκραντ. Του παιδιού της Γάζας. Όλων των Γιγάντων Λαών που αγαπούν την Ελευθερία. Που θέλουν το χώμα τους να μείνει πατρικό, για μισητό ποδάρι.

Οι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ μας δείχνουν σε τι ύψος έφτασε ο Σολωμός, δηλαδή σε τι ύψος έφτασαν οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου. Όταν οι άνθρωποι φτάνουν σε τέτοιο μεγαλείο τότε και ο κόσμος των Ιδεών μεγαλουργεί!

Γιατί τα λόγια της παλαιστίνιας γυναίκας και μάνας που με τόσο πάθος αποτυπώθηκαν στην καμερα μετά την εκεχειρία:

Θα μαζέψουμε τα συντρίμμια! Θα ξαναχτίσουμε τη Γάζα και θα την κάνουμε πιο όμορφη! Αυτή εδώ δίπλα μου είναι η κόρη ενός μάρτυρα και η αδερφή της.  Δίπλα μου είναι ένας ηλικιωμένος κι ένας νέος άντρας. Όλοι μαζί θα την ξαναχτίσουμε και θα γίνει καλύτερη από πριν.  Η Γάζα είναι μέσα μας. Εμείς είμαστε αυτοί που παραμείναμε ακλόνητοι εδώ και αντέξαμε. Κανένας τους δεν κατόρθωσε τίποτα. Ούτε οι ηγέτες ούτε κάποια άλλη χώρα. Το αληθινό κατόρθωμα είναι εδώ. Αυτοί που τα κατάφεραν είμαι εγώ, αυτή και αυτοί και είμαστε περήφανοι. 

...είναι τα λόγια του Σολωμού για την μεσολογγίτισσα γυναικα και μάνα. Την εξυψώνει μέσα στο έργο του... Γιατί είναι ένα οικουμενικό έργο...

"Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ' το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για δροσιά, μία απ' αυτές, η νεώτερη, επήγε να κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: "Όχι, παιδί μου• άφησε να μπει μυρωδιά από τα φαγητά• είναι χρεία να συνηθίσουμε.".

Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνόταν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. 

Και η πρώτη είπε: "Και το αεράκι μας πολεμάει".

Μια άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.

Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της. 

[...]

Κι αφού όλες εδηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα". Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχίσει. 

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρονται θαυμαστά• αυτές είναι μεγαλόψυχες και λέμε ότι μαθαίνουν από μας• δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.





Τα αποσπάσματα μεταφέρθηκαν στο πολυτονικό σύστημα κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου και είναι από το βιβλίο των εκδόσεων "στιγμή" σε επιμέλεια Στυλιανού Αλεξίου.




Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Λογοτεχνικές λεπτομέρειες #4: Για τους λάτρεις του Λουίς Σεπούλβεδα...




Ω Κάρμεν Γιάνιες! Ώστε εσύ ήσουν λοιπόν η μελαχρινή! Κι εσύ Μάρσια Εσκαντλεμπέρι! Ώστε εσύ ήσουν η ξανθιά! Εσείς, μεγάλες γυναίκες που επιβιώσατε από την περιβόητη βίλα Γκριμάλντι... Εκεί που ο ανθός του χιλιανού λαού και της χιλιανής νεολαίας, πέντε χιλιάδες άνθρωποι, βασανίστηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο από μια συμμορία ακροδεξιών που η μόνη ηθική τους ήταν τα όπλα. Από εκεί που κάποιοι ακόμα αγνοούνται...

Σκαλίζοντας πάντα σε παλιότερες σπάνιες κι εξαντλημένες εκδόσεις έπεφτα πάνω σε θησαυρούς που στη συνέχεια γίνονται αυτή η ωραία ενότητα των "λογοτεχνικών λεπτομερειών" που τόσο αγαπώ! Αυτή τη φορά όμως, σαν το λουλούδι την άνοιξη, εμφανίστηκε μπροστά μου σε μια καινούργια έκδοση αυτή η συγκινητική λεπτομέρεια! Μου εμφανίστηκαν με τα πλήρη ονόματά τους αυτές οι δύο υπέροχες γυναίκες! Αυτές οι τόσο δυνατές κι αποφασισμένος γυναίκες του Γίγαντα χιλιανού Λαού! Αυτές που ύμνησε ο σύντροφος της Κάρμεν, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και παραμυθάς της Χιλής Λουίς Σεπούλβεδα, στο διήγημα με τίτλο "Η ξανθιά και η μελαχρινή" που βρίσκεται στο καλύτερο βιβλίο του "Χρονικά του περιθωρίου".

Κάρμεν, δεν ήξερες ποια ήταν δίπλα σου σε αυτή τη δοκιμασία. Μόνο τα σώματα η μία της άλλης φροντίζατε και αγκαλιάζατε μετά τα ηλεκτροσόκ και ότι άλλο σκαρφίζονταν οι τύραννοι για να λυγίσετε εσείς οι αλύγιστες! Σαν τις δικές μας εξόριστες και φυλακισμένες αγωνίστριες. Σαν τους δικούς μας Μακρονησιώτες...

Είχα φυλάξει ένα παλιό απόκομμα εφημερίδας από την εποχή της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αγιέντε [...]. Έδειχνε τη φωτογραφία μιας όμορφης νεαρής δημοσιογράφου [...]. Την είχα κρατήσει, αφού πρώτα διάβασα τ' όνομα της στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, και από τότε την έχω πάντα μαζί μου, ανάμεσα στις φωτογραφίες και τις αναμνήσεις μου.

Η γυναίκα στη φωτογραφία ήταν η Μάρσια Εσκαντλεμπέρι, η γυναίκα που είχα γνωρίσει στη διαβόητη βίλα Γκριμάλντι [...] που δημιούργησε ο Πινοτσέτ.

Στην εξορία, ρώτησα πολλές φορές όσους πίστευα ότι μπορεί να γνώριζαν κάτι για τη Μάρσια, αλλά ποτέ δεν πήρα πληροφορία. [...] Τελευταία φορά που είχα δει τη Μάρσια ήταν -τραυματισμένη και μες στα αίματα- σ' εκείνον τον υγρό, δύσοσμο τόπο βασανιστηρίων μαζί μ' άλλες γυναίκες. 

Άρχισα εκ νέου την αναζήτηση της Μάρσια. [...] Υπάρχουν δεσμοί αίματος που, σε στιγμές αλληλεγγύης, ενώνουν άντρες και γυναίκες για πάντα. Με είχε εντυπωσιάσει το σθένος της απέναντι στους βασανιστές της και η θέληση της να ζήσει.

Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνό σου Κάρμεν! Από την άλλη μεριά της γραμμής ήταν αυτή!

"Γεια σου, Κάρμεν", είπε μια γλυκιά, χιλιανής φωνή. "Γεια σου" απάντησα έκπληκτη, "ποια είσαι;" . Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, μου λέει: "Είμαι η Μάρσια". Δεδομένου του τόπου, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν η μία και μοναδική Μάρσια [...] Ποια άλλη Μάρσια θα μου μιλούσε με τέτοια οικειότητα, παρά τα τόσα χρόνια που είχαμε να βρεθούμε;

"Πως είσαι; Που είσαι; Μπορώ να σε δω;" οι ερωτήσεις όρμησαν σα χείμαρρος. 

"Μα, φυσικά καλή μου" μου λέει η Μάρσια με τη γαλήνη και γλυκιά φωνή της. Βρίσκομαι στο λόμπι του ξενοδοχείου σου. [...]

Κατέβηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με την καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει. Η Μάρσια ήταν εκεί. [...]

Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, σαν να ήμαστε φίλες μια ολόκληρη ζωή. Όποιος μας παρακολουθούσε θα το θεωρούσε δεδομένο. Είχαμε βρεθεί μαζί, τόσο κοντά στο θάνατο, κι αυτό δημιουργεί πάντα αόρατους δεσμούς αγάπης και άρρηκτης αλληλεγγύης. 

Λίγες μέρες αργότερα, ο Λούτσο (εννοεί τον Λουίς Σεπούλβεδα) θα αποτύπωνε σ' ένα όμορφο κείμενο τη μοναδική και φανταστική ιστορία μας. "Η ξανθιά και η μελαχρινή". 

Συνάντησα τη Μάρσια το 1997, στη Βενετία, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, και μετά από είκοσι τρεις ολόκληρα χρόνια, αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε. Είχαμε επιβιώσει! 

Αυτές ήταν και είναι λοιπόν οι δύο γυναίκες, η ξανθιά και η μελαχρινή. Κι αυτό το χρωστάμε στο εξαιρετικό βιβλίο (τι άλλωστε διαφορετικό θα μπορούσε να ήταν) της Κάρμεν Γιάνιες: ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΧΡΟΝΟ. Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ, από τις εκδόσεις opera. Ένα βιβλίο και μια λεπτομέρεια που μακάρι να μην είχαμε μάθει ποτέ. Γιατί αφορμή αυτό του βιβλίου ήταν ο θάνατος του Λουίς Σεπούλβεδα τον Απρίλη του 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημίας.  

(Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο σε μετάφραση των: Μαρία Αθανασίου, Θεώνης Κάμπρα, Αλίκης Μανωλά, Ιφιγένειας Ντούμη, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου)

Η ξανθιά και η μελαχρινή (του Λουίς Σεπούλβεδα)

Τις βλέπω να περνούν στους δρόμους της Βενετίας, και κάνω δύο βήματα μπρος ή πίσω για να τις δω καλύτερα, για να τις χορτάσω, γιατί είναι όμορφες και γεμίζουν το φθινοπωρινό βράδυ με αυτή την ξεχωριστή ομορφιά που χαρίζουν τα σαράντα πέντε χρόνια τους - μια ομορφιά που ωρίμασε μέσα σε χαρές και βάσανα. μέσα σε έρωτες που ρουφήχτηκαν μέχρι την τελευταία γουλιά, και μέσα σε ταραχές που ποτέ δε σβήνουν.

Δε γνωρίστηκαν ούτε σε κάποιο πάρκο ούτε σε κάποιο χορό, αλλά στα μπουντρούμια ενός ζοφερού στρατοπέδου που λέγεται Βίλα Γκριμάλντι και κατέχει δικαιωματικά περίοπτη θέση στο διεθνή κατάλογο της φρίκης και της ατιμίας. 

Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν τη μελαχρινή έξω από το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες, και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.

Σήμερα, η μελαχρινή κοιτάζει τον ήλιο που καθρεφτίζεται στα κανάλια, και χαμογελά

Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν την ξανθιά έξω απ' το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της και τη φωτογραφία του δολοφονημένου άντρα της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.

Σήμερα, η ξανθιά κοιτάζει τα περιστέρια στην Πλατεία Αγίου Μάρκου και χαμογελά.

Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η μελαχρινή, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη μελανιές απ' τα χτυπήματα, καψίματα απ' τα ηλεκτρόδια. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».

Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η ξανθιά, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη σημάδια από τις μπότες, απ' το ηλεκτρικό βούνευρο. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».

Βέβαια, έκλαψαν κι οι δύο - για λίγο, γιατί οι ένδοξες γυναίκες της γενιάς μου και της Ιστορίας μου δεν αφήνουν τον πόνο να επιβληθεί σ' αυτά που έπρεπε να κάνουν: να οργανώσουν τη σιωπή, να μπερδέψουν την ένστολη αλητεία, ν' αντισταθούν.

Όταν ιδώθηκαν για πρώτη φορά κάτω απ' τον ισχυρότατο ήλιο των είκοσι πέντε βατ που φώτιζε περιοδικά το κελί, αγκαλιάστηκαν για να ζεσταθούν, κι αφού η μία περιποιήθηκε τις πληγές της άλλης, πέρασαν στην ανταλλαγή πληροφοριών για ό,τι είχαν προλάβει να δουν. «Πρέπει να 'μαστε σ' αυτό το μέρος», «Είδα να βγάζουν έξω δύο συντρόφισσες που δε σάλευαν», «Μην πιεις νερό μετά το ηλεκτρικό βούνευρο».

Απ' το «ματάκι» της πόρτας, οι δήμιοι τις έβλεπαν και τις νόμιζαν πεσμένες, και τις νόμιζαν χαμένες. Φουκαράδες! Πού να φανταστούν ότι αυτά τα δύο σώματα ήταν ένα πυρήνας Αντίστασης!

Σήμερα, θυμούνται πως κουβέντιαζαν και γι' άλλα πράγματα: «Σου 'τρεξε το ρίμελ» είπε η μελαχρινή, χαϊδεύοντας τα μαυρισμένα μάτια της ξανθιάς, «Χάλια είναι το κοκκινάδι σου» είπε η ξανθιά, χαϊδεύοντας τα χείλια της μελαχρινής. 

Ταξίδευαν απ' το κελί τους, κι ανάμεσα σε δύο βασανιστήρια, επισκέφτηκαν τη Ρώμη, το Λονδίνο, το Τολέδο, το Σάο Πάολο. Τραγούδησαν τραγούδια του Σερά και της Βιολέτα Πάρα. Απάγγειλαν ποιήματα του Νερούδα και του Αντόνιο Ματσιάδο. Μαγείρεψαν με συστατικά ευτυχισμένων αναμνήσεων. Η μελαχρινή ήταν ποιήτρια κι ήθελε να γίνει σπουδαία ποιήτρια. Η ξανθιά ήταν δημοσιογράφος κι ήθελε να γίνει σπουδαία δημοσιογράφος. 

Σήμερα, η Κάρμεν Γιάνιες, η μελαχρινή, βλέπει τα ποιήματά της να δημοσιεύονται στην Ισπανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ιταλία, και η Μάρσια Σκαμτελμπέρι, η ξανθιά, βλέπει τα άρθρα της να δημοσιεύονται σε πολλές γλώσσες.

Τις βλέπω να βαδίζουν (τι όμορφες που είναι!), κάνω ένα βήμα μπρος ή πίσω, και κάθε φορά μου φαίνονται όλο και πιο όμορφες, καθώς τα περιστέρια πιάνουν να πετούν στο πέρασμά τους και να γράφουν στον ουρανό «Γεια σας συντρόφισσες!» [...]. Εκείνες χαμογελούν και θυμούνται πως ένας ένστολος σατράπης της Βίλα Γκριμάλντι τις έλεγε «πουτάνες της άκρας αριστεράς» όταν του εξαντλούνταν το ρεπερτόριο με στρατιωτικές βρισιές.

Η μελαχρινή και η ξανθιά. Η Κάρμεν και η Μάρσια. Να τες: βαδίζουν με τη σίγουρη περπατησιά τους και την περηφάνια αυτού που τα 'παιξε όλα. Αυτά τα σώματα μιλούν γι' αγάπη, φυλάνε την αγάπη μην πέσει. Αυτά τα χείλια που σε προκαλούν να τα φιλήσεις, γόγγυξαν, αλλά δεν είπαν ούτε ένα όνομα ανθρώπου, δέντρου, ποταμού, βουνού, δάσους , δρόμου, λουλουδιού. Δεν είπαν τίποτα που θα μπορούσε να οδηγήσει κάπου τους δήμιους. Κι αυτά τα μάτια που λούζονται στο φως και φωτίζουν, έκλαψαν με αξιοπρέπεια τους νεκρούς μας. 

Ολάνθιστες μινιφορούσες της δεκαετίας του '70 που αναστάτωναν τις αίθουσες διδασκαλίας και τα ήθη, ανατροπείς του έρωτα και των ιδεολογιών, συντρόφισσες της ψυχής και της ελπίδας, με τι καμάρι σας κοιτάζω να περνάτε!

[Το διήγημα «Η ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΞΑΝΘΙΑ» βρίσκεται στο εξαιρετικο, ίσως το καλύτερο βιβλίο συλλογής διηγημάτων του Λουίς Σεπούλβεδα, «Χρονικά του περιθωρίου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «opera», σε μετάφραση πάντα του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Διαβάστε ακόμα:

Luis Sepulveda [1949-2020], τελευταίο ταξίδι για τον κόσμο στο τέλος του κόσμου...



Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Οδός Καρόλου...



Στη μνήμη του ευγενικού ανθρώπου από τον Λαύκο Νοτίου Πηλίου Στάθη Σφονδύλια...


Τότε, πέρασε οδηγώντας τη μηχανή του από την οδό Καρόλου στο κέντρο της Αθήνας. Αίμα μύριζε η γαλλοονομασμένη από τις ιμπεριαλιστικές σφαγές των αποικιοκρατών οδός. Στ' αριστερά του, στρατιές τοξικοεξαρτημένων αστέγων κοίτονταν χυμένοι μέσα στη βρομιά των πεζοδρομίων. Αίμα μύριζε από το δηλητήριο που χυνόταν στις φλέβες τους από το σουτάρισμα στις ζωές τους του κρατικού και παρακρατικού καπιταλισμού που τους θέλει νεκροζώντανους. Στ' αριστερά του πάλι, το άθλιο χουντοκτήριο που οι Ιταλοί διαφεντεύουν πια, αγοραζοντάς το μπιρ παρά, δεσπόζει με τη μιζέρια του στην περιοχή. Αίμα μύριζε, αίμα πενήντα επτά ανθρώπων από το κεφαλαιοκρατικό έγκλημα. Τότε, μια γνώριμη μυρωδιά που κατακλύζει την Αθήνα κάθε άνοιξη του ήρθε στα ρουθούνια. Ανάμεσα στα καυσαέρια χιλιάδων εξατμίσεων μια δόση μυρωδιάς από νερατζιά του ξύπνησε κάτι ανθρώπινο. Όσες φορές ξαναπέρασε δεν μπόρεσε να βρει αυτό το δέντρο... Αυτή η μυρωδιά του δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι η ζωή προχωρά παρόλο το αίμα που μύριζε όπου κι αν κοιτούσε σε αυτό το δρόμο. Ίσως από επάνω της ήθελε να πιαστεί. Να βρει ελπίδα στη ζωή... Από την ψευδαίσθηση αυτή ξύπνησε κοιτάζοντας προς το άνοιγμα της πλατείας Καραϊσκάκη. Το κόκκινο αιμάτινο χρώμα της δύσης στον ουρανό του θύμιζε σε κάθε τόνο ότι το αίμα, το άδικα χυμένο, είναι το βασικό συστατικό αυτού του σάπιου κόσμου. Ενώ το αίμα θα έπρεπε να είναι ο βασικός ζωοδότης. Ο ζωοδότης της χαράς...