Είχε πάρα πολύ καιρό να τον δει... Αλλά μάντευε ότι ήταν εκεί. Μάλλον όχι, δεν μάντευε. Ήξερε από τη σκιά του ότι ήταν εκεί... Μιάμιση δεκαετία μένει στο σπίτι που απέναντι του ο τέταρτος όροφος είναι στο ίδιο ύψος με το σπίτι του. Ένας άντρας στην ηλικία του, που δεν έχουν αλλάξει μια κουβέντα τόσα χρόνια κι έτσι κι αλλιώς σπάνια συναντά μέσα στο χρόνο. Μια σκιά κάθε βράδυ που κάθεται στον καναπέ απέναντι από μια σχετικά μικρή, για την εποχή μας, οθόνη που αναβοσβήνει. Αναβοσβήνει με κύρια εικόνα μια πράσινη "τσόχα" από γκαζόν και εικοσιδύο τύπους να τρέχουν. Εκεί πάντα, η ίδια παχιά φιγούρα που το βράδυ μετατρέπεται σε σκιά. Παντζούρια βλέπεις δεν υπάρχουν σε αυτά τα είκοσι κάτι φτωχά τετραγωνικά. Κρεβάτι, κομοδίνο, καναπές, τηλεόραση, υπολογιστής. Όλα αυτά μαζί με μια υποτυπώδη κουζίνα σ' ένα δωμάτιο. Το μπάνιο στη συνέχεια της κουζίνας φαντάζεσαι ότι υπάρχει από ένα τόσο δα παραθυράκι.
Απόψε, άνοιξαν τη μπαλκονόπορτα, δροσιά να μπει του Μάη, κι αποφάσισαν να φάνε στη βεράντα. Η κουρτίνα και η πόρτα του απέναντι σπιτιού μετά από καιρό ήταν ανοιχτή και αντί αυτού έκανε την εμφάνιση της αυτή. Μια γυναίκα, που είχε κι αυτή ακόμα πιο πολύ καιρό να δει νομίζοντας ότι τον έχει εγκαταλείψει κι είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους. Πράγμα που τον στεναχωρούσε. Σκεφτόταν ότι, ίσως η παρουσία της να του απάλυνε τη μοναξιά και η οθόνη ίσως έσβηνε για λίγο. Αλλά ακόμα και μαζί η οθόνη με τους δύο στον ίδιο καναπέ ήταν πάντα ανοιχτή. Απλά οι φιγούρες των σκιών ήταν δύο. Αυτό που του άρεσε ήταν ότι όταν αυτή έφευγε, ίσως για τη δουλειά, αυτός έβγαινε στη βεράντα και με τα χέρια στα κάγκελα καθόταν σαν καπετάνιος στην κουπαστή και την κοιτούσε μέχρι να εξαφανιστεί. Αυτό του ήρθε στο μυαλό όταν την είδε.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και του είπε:
-Πρώτη φορά βλέπω τόσα χρόνια το σπίτι μέσα.
-Είναι πολύ μικρό. Ό,τι βλέπεις.
- Ανθοδοχείο με λουλούδια είναι αυτό;
- Ποτρατίφ.
Φάνηκε να απογοητεύεται από την απάντηση. Ίσως περίμενε κάτι πιο ρομαντικό. Κάτι πιο γλυκό...
Αλλά ακόμα κι έτσι αυτός ένιωθε ανακουφισμένος με την παρουσία της.
Κάθισαν να φάνε. Η βεράντα τους ντυμένη στ' ανοιξιάτικα ήταν στα καλύτερά της! Πρασινάδες, δεντράκια, μυρωδικά όλα περιποιημένα μετά την χειμερινή χωρίς περιποίηση ανάπαυλα.
Απέναντι τους, ο γείτονας χωρίς όνομα, βγήκε με αργά βήματα στην έτσι κι αλλιώς μικρή και παντελώς άδεια βεράντα. Στάθηκε κάτω από κάτι σκισμένα τεντόπανα που κάποτε προστάτευαν το σπίτι από βροχές και ήλιο και σαν καπετάνιος ακούμπησε τα χέρια στα κάγκελα και κοίταξε κάτω. Λογικά, θα βγήκε να χαιρετήσει τη σύντροφό. Η μπλούζα του, γνωστής ομάδας της χώρας που είναι υπεύθυνη για τον τόσο πόνο που απλόχερα έχει μοιράσει ανά τους αιώνες στον πλανήτη, διαφήμιζε την Fly Emirates. Αυτός και το μικρό του σπίτι, τόσο πιο ψηλά από τις δίπλα μονοκατοικίες φαινόταν να ίπταται πιο ψηλά από όλους. Αφού εξαφανίστηκε από τα μάτια του η σύντροφος, γύρισε και με αργά βήματα μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και τις κουρτίνες, η φιγούρα του φάνηκε να κάθεται στον καναπέ και από εκεί που φαινόταν να ίπταται έναντι όλων βυθίστηκε για να παρακολουθήσει στα είκοσι κάτι τετραγωνικά του τους υπαλλήλους των πλούσιων Αράβων της ομάδας να τρέχουν πάνω κάτω. Κι αυτός εκεί, κολλημένος αντί να πετάει και να προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή και τον όσο χρόνο του αναλογεί σε αυτό το πέρασμα του από τη γη...