Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός
κι εγώ λαός κι εσύ λαός
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ
Σε πρωτοσυνάντησα στη μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού που μεγάλωσα αδερφέ μου. Χάρη στους ανθρώπους της. Τους ευγνωμονώ! Όχι μόνο γι' αυτό. Αλλά σίγουρα και γι' αυτό. Και συνάμα για όλο αυτό τον πλούτο των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων που μου χάρισαν περιδιαβαίνοντας στους λαβύρινθους των ραφιών τους...
Περπάτησα λοιπόν μαζί σου στους δρόμους της πνιγηρής ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης των χρόνων του "Δράκου του Σέιχ Σου". Εκεί που όλη η μαυρίλα της καθώς πρέπει κοινωνίας του, "Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια", έριξε το ανάθεμα στον φτωχοδιάβολο Αριστείδη Παγκρατίδη, διασύροντας τον και εκτελώντας τον. Ακόμα ηχεί στ' αυτιά μου η παράκλησή του "Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε καλά για να μην τυρρανιέμαι." Αργότερα περπάτησα σε κάθε μικρό σοκάκι, σε κάθε μεγάλη λεωφόρο της Πόλης. Μπήκα σε φαγάδικα, σε σπίτια, ταξίδεψα στα Πριγκηπονήσια. Διάβασα για τον ξεριζωμό των τελευταίων Ρωμιών. Το δηλητήριο του εθνικισμού καλά κρατούσε ακόμα το 1955. Κι άλλες ιστορίες μετά! "Τι πάθος ατελείωτο", σαν τη ζωή σου το ονόμασες και με έκανες να σε αγαπήσω ακόμα πιο πολύ! Η Φαχισέ Τσίκα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και τέλος ο Μπέμπης σου! Τους έδωσες φωνή και μας οδηγήσες στον κόσμο τους. Οι λαογραφίες για τους δυο λαούς που στέκονται στις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Που τόσο πολύ αγαπάς και τόσο καλά τους επανασυστήνεις. Και τέλος "Τα αγαπημένα" σου. Που εξαιτίας τους, μου φώτισες τις σκοτεινές και ξεχασμένες πια δυστυχώς, λεωφόρους των γραμμάτων μας. Της αναπνοής μας. Και διάσπαρτα όπου σε συναντώ, εκεί που τραγουδάς το λαϊκό τραγούδι που τόσο αγαπάς, σε περιοδικά, σε στήλες, στην προσωπική σου σελίδα ένα χαμόγελο απλώνεται μέσα κι έξω μου για το τι προκειται να ακούσω και να διαβάσω...
Έτσι ένιωσα και με αυτό το κείμενό σου για τα αδέρφια σου στη γειτονική Τουρκία που τόσα χρόνια έζησες δάσκαλε... Ξέρω πόσο πονάς... Επίτρεψέ μου να σου ζητήσω, μιας κι είσαι ψηλός, να σκύψεις για να φιλήσω το μέτωπό σου, αδερφέ μου Θωμά Κοροβίνη...
-ΑΝΤΙ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΚΤΗΝΗ, ΤΟΥΣ ΧΛΕΥΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΝΟΥ-
Το καλοκαίρι του 1975 επισκέφτηκα, σε ηλικία εικοσιδύο ετών, για πρώτη φορά την Τουρκία. Από τότε διαισθάνθηκα ότι το πεπρωμένο μου θα με έφερνε να ζήσω κάποτε εκεί, στην πατρίδα των προγόνων μου, και έτσι έγινε.
Βρέθηκα στην προκυμαία της Σμύρνης, στο Και. Η παρέα μου περπατούσε άλλου, εγώ στραβοπάτησα χαζεύοντας, και, έτοιμος να τσακισρω, δέχτηκα την περιποίηση ενός γέροντα. Χουσείν τον έλεγαν, ήταν τσαγκάρης, Σαλονικιός στην καταγωγή. Έκανα να πέσω και με πρόλαβε, βρέθηκα να κάθομαι σε μια καρέκλα. Έφερε λεμονάδα κι ένα κουλούρι.
-Ικράμ, μου είπε, κέρασμα, από μένα.
-Από που είσαι; με ρώτησε.
-Ελληνας!
-Ο γιος μου σκοτώθηκε πέρσι στην Κύπρο, με τον Αττίλα, από ελληνικό βόλι!
Δαγκωθηκα! Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Κατέβασα το κεφάλι ως το χώμα.
-Μη στεναχωριέσαι, όλα τα παιδιά του κόσμου δικά μας είναι, μπορεί να ήταν ο αδελφός σου στη θέση του.
Και μου χάιδεψε το κεφάλι.
-Πόλεμοι να μη γίνονται!
Θυμάμαι συχνά τον Χουσείν μπαμπά με συγκίνηση και πόνο.
Αυτά, για τους άσπλαχνους ντεμέκ πιο Έλληνες και πιο πατριώτες από μας που κάνουν πανηγύρια πάνω στους τάφους και τη συμφορά των όποιων άλλων εχθρών, "εχθρών" αλλά και φίλων!