-Σκεφτήκατε ποτέ το Ναύπλιο;
-Ναι.
-Το σημερινό ή αυτό που έχετε στη μνήμη σας;
-Αυτό που έχω στη μνήμη μου δεν υπάρχει σήμερα.
(Νίκος Καρούζος, η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θέμελη, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία)
Πάντα σκέφτομαι το Ναύπλιο. Τ' Ανάπλι, που λένε ακόμα οι παλιοί. Πάει, χάθηκε κι αυτή η έκφραση. Όπως κι αυτό το Ναύπλιο που έχω κι εγώ στη μνήμη μου. Δεν υπάρχει σήμερα. Τ' Ανάπλι του ατελείωτου παιχνιδιού στους δρόμους με τα ελάχιστα αυτοκίνητα στη συνοικία της Πρόνοιας. Το ανέβασμα στο Παλαμήδι, όχι από τον επίσημο δρόμο ή από τα εννιακόσια ενενήντα εννιά σκαλιά. Μα από τα μονοπάτια και τα κατσάβραχα του βουνού που ξεκινούσαν από το τέλος της συνοικίας. Ακόμα έχω μέσα μου τις ανοιξιάτικες μυρωδιές του βουνού κάθε Πάσχα, τις φραγκοσυκιές που μας γρατζουνούσαν, τις τσουκνίδες που μας κατακοκκίνιζαν τα πόδια, το υγρό μυρωδάτο χώμα. Τα βράχια της Αρβανιτιάς που κάθε πρωί από αυτά παίρναμε φόρα και βουτούσαμε στη θάλασσα. Ξανά και ξανά προσέχοντας να πέσουμε ανάμεσα στους δύο βράχους για να μην «καρφώσουμε»... Το φωτισμένο, μόνο τα Σαββατόκυριακα που έρχονταν οι τουρίστες, κάστρο. Κι άλλα θυμάμαι, πολλά. Όπως τη θλιβερή στιγμή της επιστροφής στην Αθήνα, με το Παλαμήδι να σβήνει σιγά σιγά από το βλέμμα μου. Αυτό το Ναύπλιο έχω στη μνήμη μου. Των παιδικών, άντε και των εφηβικών μου χρόνων. Αυτό ήταν ένα γιορτινό, ένα καλοκαιρινό Ναύπλιο. Αυτό άφηνα πίσω. Το χειμωνιάτικο, το καθημερινό, δεν το γνώρισα ποτέ. Το φανταζόμουν μόνο από τις διηγήσεις. Όπως ζούσα και μισοσυνειδητά το μύθο του. Κάστρο, Μπούρτζι, οχυρώσεις, επαναστάσεις, φυλακές, μάχες... Πλέον, αυτό που έχω στη μνήμη μου σήμερα, δεν υπάρχει πια. Έπαψε να υπάρχει όταν με την ενηλικίωση μου διάλεξα το δρόμο που θα έπαιρνα στη ζωή μου. Κι αυτός ήταν αντίθετος με την πολιτική μαυρίλα του, τις μικροαστικές συνήθειες, τον πνιγηρό ασφυκτικό έλεγχο της επαρχίας. Κρατάω όμως το παλιό των ανέμελων παιδικών μου χρόνων. Μου αρκεί. Και προσπαθώ να το φανταστώ και να το περπατήσω, όπως δεν το γνώρισα ποτέ τους δύσκολους μοναχικούς μήνες, μέσα από το εξαιρετικό κείμενο του Πέτρου Χάρη, που ανακάλυψα σ' έναν ακόμα θησαυρό των γραμμάτων μας. Την «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» του 1963, που μέρος του, έχουν τη χαρά τα «φύλλα» ν' ανασύρουν από το παρελθόν και να επαναφέρουν στο φως!
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ
(Ώρες ιστορίας και θρύλου)
Αν αγαπάτε μια πολιτεία, προπάντων μια παλιά πολιτεία που με την ιστορία της, με τους θρύλους της και την ομορφιά της ή με την ιδιοτυπία της συχνά γίνεται κάλεσμα τυραννικό και πολλά σας υπόσχεται και με πολλές προσδοκίες σας κρατάει, έστω και για λίγες στιγμές, στο όνειρο, απάνω από την εχθρική ή και την άχρωμη και ασήμαντη πραγματικότητα, αφήστε να περάσει το καλοκαίρι, περιμένετε νάρθει το φθινόπωρο, και τότε ξεκινήστε. Οι δρόμοι που θα σας φέρουν στην παλιά σας αγάπη δε θα είναι έρημοι, μα δε θάχουν και το συνωστισμό της καλοκαιρινής ημέρας ή και της νύχτας του Ιουλίου και του Αυγούστου, που δεν αφήνει θέση ούτε σ' ένα λαγό ούτε σε μιαν αλεπού να κάνουν το βραδινό τους σεργιάνι. Οι φθινοπωρινοί δρόμοι, κάτω από έναν ήλιο που περιορίζεται να φλογίζει λίγο τα νεανικά πρόσωπα, να δυναμώνει τη λάμψη στα χρυσά ή στα μαύρα τους μαλλιά ή και να γεμίζει με φως τις ρυτίδες της πείρας, κάτω κι από το φεγγάρι του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου που δεν έχει να δει πολλά πλάσματα και προσέχει περισσότερο το νυχτερινό οδοιπόρο, ή και μέσα στην ασέληνη νύχτα και έναν καταστόλιστο ουρανό που αιώνες τώρα αγωνίζεται να στείλει τις φωνές του, τα μηνύματα του και να μας εξηγήσει πόσο απλή είναι η αρμονία του κόσμου, απλή και μεγάλη όπως μια θαυμαστή μαθηματική εξίσωση, οι φθινοπωρινοί, λέω δρόμοι μοιάζουν με τα βέλη της ευτυχίας. Όσοι τους περπατούν, όχι από ανάγκη, όχι ζεμένοι στον τροχό του επαγγέλματος, όσοι τους περπατούν σε ώρες σχόλης είναι σαν να πηγαίνουν σε ερωτική συνάντηση. Ξέρουν ότι ξεκίνησαν για να φτάσουν, ύστερα από εκατό, διακόσια ή και περισσότερα χιλιόμετρα, σε μιαν άδεια πόλη. Δηλαδή σε μια πόλη που δεν έχει κρατήσει κανέναν από τους καλοκαιρινούς επισκέπτες της κ' έμεινε μόνο με τους κατοίκους της, που γύρισε στο ρυθμό της κανονικής ζωής της και δεν προσπαθεί να φανεί ωραιότερη απ' ότι είναι ή να γίνει πιο ευχάριστη για τους ξένους της.
Το φθινοπωρινό πρόσωπο κάθε πολιτείας, που έχει πολλούς ξένους το καλοκαίρι και υποχρεώνεται να κάνει πότε μεγάλη και πότε μικρή προσπάθεια, είναι το πιο γνήσιο, και το πιο συμπαθητικό. Είναι ο άνθρωπος που έβγαλε τα καλά του όταν έφυγαν οι ξένοι του, που ηρέμησε λες και γυρίζει στον τόπο του, με τις συνήθειες του ακάλυπτες, με το περπάτημά του, πιο ελεύθερο, με τις παλιές και μόνιμες έγνοιες του, που είχαν γίνει φροντίδα και προθυμία για τους ξένους.
Γυρίζουν οι άνθρωποι αυτή την εποχή από κοντά κι από μακριά, από μια κατασκήνωση, από τα ελληνικά βουνά, κι από τις ελληνικές ακρογιαλιές. Μα έρχονται σιγά-σιγά κι από πιο μακριά, από άλλους τόπους, από ξένους τόπους, που τώρα πια οι βροχές θόλωσαν τον ουρανό τους κι ο χειμώνας τους ζυγώνει με γρήγορα βήματα. Έχουμε όμως και μιαν άλλη επιστροφή, αυτήν που γίνεται μ' εκατό, με πενήντα ή και με λιγότερα ακόμη βήματα κι ωστόσο σημαδεύει πολύ πιο αποφασιστικά γεγονότα. Είναι η επιστροφή των ανθρώπων της επαρχίας στον εντελώς δικό τους χώρο, στην πόλη τους, η επιστροφή των ανθρώπων που ούτε μια μέρα, ούτε μιαν ώρα, δε μετακινήθηκαν κι όμως ξαναβρίσκουν το σπίτι τους. [...]
Έτσι φτάσαμε κ' εμείς, με την πρώτη φθινοπωρινή νοσταλγία, στ' Ανάπλι. Κ' έτσι βρήκαμε την παλιά πολιτεία: όπως την περιμέναμε κι όπως την θέλαμε, μόνη έπειτ' από τη χαρούμενη καλοκαιρινή επιδρομή ξένων και Ελλήνων, γυρισμένη ολόκληρη στα περασμένα, ασάλευτη στις συνήθειές της σαν το Παλαμήδι της και σαν τ' άλλα της τα φρούρια, νοικοκυρεμένη κι ολοκάθαρη, ήσυχη, προπάντων ήσυχη και αδιάφορη για ό, τι γίνεται και για ό,τι μπορεί να γίνει γύρω της, βαριά από πείρα και καρτερία. Όσοι την θυμούνται, σε επίσημες ώρες ή σε απλές, καθημερινές συζητήσεις, δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι είναι η πρώτη πρωτεύουσα της νέας Ελλάδας. Μα η δόξα αυτή κι η τιμή αυτή είναι η τελευταία. Είναι η λάμψη πριν το ηλιοβασίλεμα. Γιατί η πολιτεία αυτή, η αρχαία Ναυπλία, το Ναύπλιο έπειτα, έρχεται από πολύ μακριά, έχει ζήσει στον ίσκιο του αυστηρού βράχου της αιώνες αιώνες αναρίθμητους που πας να τους μετρήσεις και χάνονται μέσα στα παραμύθια, και είδε όσα λίγες άλλες πολιτείες είχαν την τύχη ή την κακή μοίρα να δουν. Στο πρόσωπο της έχει πετρώσει κι η περηφάνια από τους καιρούς της παλληκαριάς και της ευτυχίας, και ο πλούτος από τα λογής λογής εμπόρια, - το λιμάνι της έφτασε να χωρέσει κι εξακόσια πλοία, μεγάλα και μικρά - μα και ο τρόμος από τα πολλά αίματα, από τους βόγγους, από το θάνατο που έπεφτε απάνω της με καλπασμό. Φράγκοι, Βενετσιάνοι και Τούρκοι πολύ το θέλησαν και πολύ το κράτησαν το Ναύπλιο. Κι όποιος ξέρει να βάζει αυτί στα περασμένα, θ' ακούσει τους αλαλαγμούς και το θρήνο τους, τις κανονιές και τα γιουρούσια τους, τον καημό τους για την πρώτη πολιτεία αυτή του Μοριά, - πρώτη για χρόνους πολλούς κι αξιομνημόνευτους, - και το τραγούδι τους έπειτ' από κάθε νίκη κ' έπειτ' από κάθε αντίσταση στον εχθρό που ερχόταν συχνά κι από στεριά κι από θάλασσα.
Δεν είναι όμως στ' Ανάπλι μόνο οι φωνές που μας γυρίζουν στα περασμένα. Είναι και τα έργα των ανθρώπων, που έμειναν και μας διηγούνται τον τρόμο των κατοίκων του ή των κατακτητών του και μας δείχνουν μεγάλη και θαυμαστή σε αποτελέσματα αγωνία τους. Όλα αυτά τα οχυρά, που ζώνουν την πολιτεία και θέλουν από τη θάλασσα προπάντων να την ασφαλίσουν, μας λένε κι όλο μας λένε πως ο άνθρωπος πολύ κινδύνεψε εδώ, όπως σε κάθε γωνιά της γης που έχει χαρές πολλές κ' έρωτες περισσότερους, και μας εξηγούν πως έτσι θα ζει και θα παιδεύεται πάντα, θα υψώνει και θα γκρεμίζει οχυρά, θα κελαηδάει και θα θρηνεί, θα στήνει τρόπαια και θα ανοίγει τάφους, κ' ενώ θα περνάει κάτω από τα φρούρια που στα θεμέλια τους έχει πήξει το αίμα κ' ενώ θα πρέπει να διαβάζει στα πελώρια κοτρόνια τους το μέγα δίδαγμα, αυτός θα προχωρεί, όλο θα προχωρεί για να υψώσει κι άλλα οχυρά, για να γκρεμίσει κι άλλα οχυρά, και να μη χαρεί τη ζωή του, να μην πετάξει από μέσα του το θηρίο, που είναι πιο φοβερό και πιο αδάμαστο από το λιοντάρι που σκάλισαν οι Βενετσιάνοι στα φρούρια τ' Αναπλιού και τ' άφησαν αιώνια υπεροψία μέσα στο χρόνο. [...]
Μα και το Παλαμήδι δεν έχει να πει λίγα. Φτάνει να βάλουμε αυτί στο μπουντρούμι που πέταξαν τον Κολοκοτρώνη και τον άφησαν να σαπίζει ώσπου τούδωσε χάρη ο Όθων, και δε χρειάζονται περισσότερα, δεν χρειάζονται άλλα...
Ωστόσο, είμαστε τώρα απάνω στο Παλαμήδι κι ο καθαρός του αέρας παίρνει μακριά τις αναθυμιάσεις. Πριν από τρία χρόνια τολμήσαμε το δύσκολο αγώνισμα: ανεβήκαμε τα 999 σκαλιά του τρεις παλιοί φίλοι. [...]
Τ' Ανάπλι κάτω από το Βράχο , φθινοπωρινό και ήρεμο, συμμαζεύεται κ' ετοιμάζεται για το χειμώνα που έρχεται. Και το ακολουθεί η Πρόνοια, προνοητική κι αυτή και ήσυχη στο πλευρό του. Αν έχει όμως τ' Ανάπλι την ιστορία του, έχει και το Παλαμήδι τη δική του. Μα θα μας έπαιρνε το βράδι, αν θέλαμε να τη διηγηθούμε στους φίλους μας. [...]
Κατεβαίνω από το Παλαμήδι και στη φθινοπωρινή εσπέρα βρίσκω ακόμα πιο ήρεμη την παλιά πολιτεία. Δεν αποφασίζω όμως όμως να την αποχαιρετήσω. Η γαλήνη της κάνει αργά τα βήματά μου. Τα κάνει ακόμη πιο αργά ένας ψίθυρος, που τον ακούω κάθε φορά που βρίσκομαι στ' Ανάπλι μα τώρα έχει γίνει πιο επίμονος και θυμίζει ένα χρέος. [...]
Μια φωνή, που ίσως κι αυτή να μας σπρώχνει κάθε τόσο στο δρόμο για τ' Ανάπλι.