Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Καλοκαιρινή νύχτα





Ποιος ή ποια δεν έχει κάτσει να «χαζέψει» με τις ώρες σε μια παραλία, σε μια βεράντα, σε ένα βουνό τον καλοκαιρινό ουρανό με τα αστέρια και τους γαλαξίες του. Αυτόν τον απέραντο κόσμο που απλώνεται μπροστά στο βλέμμα μας. Έναν κόσμο φαντασίας και ονείρου, έναν κόσμο μακρινό, έναν κόσμο ανεξήγητο κάποτε στον παλιό άνθρωπο. Φανταστείτε με τι δέος τον κοιτούσε. Από εκεί πήγαζαν όλα τα φαινόμενα του κόσμου του, ανεξήγητα και τρομακτικά τα περισσότερα. Το φως, το απόλυτο σκοτάδι από τη μια στιγμή σχεδόν στην άλλη, οι βροχές, οι καταιγίδες, οι αστραπές, οι βροντές και το χιόνι. Αυτόν τον κόσμο που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μια μικρή ιδέα πλέον για το πως κινείται, πόσο μακριά είναι, ακόμα κι αν είναι άπιαστος, ο παλιός άνθρωπος προσπάθησε να τον εξηγήσει, όπως προσπάθησε και να εξηγήσει και όλα τα υπόλοιπα φαινόμενα που δεν καταλάβαινε. Να πιαστεί από κάπου, να πάψει να φοβάται. Και έτσι δημιούργησε τους πιο όμορφους μύθους, τα πιο όμορφα παραμύθια που μας συνοδεύουν μέχρι και σήμερα. Από στόμα σε στόμα, από πάπυρο σε πάπυρο, από φύλλο σε φύλλο έφτασαν μέχρι τις μέρες μας! Και έδωσαν όνομα, υπόσταση και ιστορία σε κάθε μικρή κουκκίδα σε αυτόν τον τεράστιο χάρτη που απλώνεται κάθε βράδυ πάνω από τα κεφάλια μας και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάνει το παν για να τον ξεχάσουμε, να τον εξαφανίσουμε και να θυμόμαστε ότι υπάρχει μόνο λίγες μέρες κάθε καλοκαίρι... Στη βεράντα λοιπόν για άλλη μια φορά ένας ακόμα άνθρωπος, ο πατέρας, ο παππούς, αφηγήθηκε τον όμορφο μύθο της μεγάλης άρκτου και φρόντισε να φτάσει και στις επόμενες γενιές, στα παιδιά και στα εγγόνια, όπως έκαναν και όλες οι προηγούμενες γενιές πριν από αυτόν. Αυτόν, του πιο γνωστού και ορατού συμπλέγματος των αστεριών που «κρέμεται» πάνω από τα κεφάλια μας. Και έτσι το όνειρο, η φαντασία και η φυγή από αυτόν τον κόσμο να είναι η κινητήρια δύναμη αντοχής για τη ζωή... Ας τον ακούσουμε λοιπόν, μέσα στην ησυχία αυτής της καλοκαιρινής βραδιάς...

-Το μύθο της Μεγάλης Άρκτου σας τον έχω πει ποτέ;
-Όχι!
-Θα σας τον πω λοιπόν απόψε! Αφήστε με όμως δύο λεπτά να συγκεντρωθώ, περνούν τα χρόνια και ξεχνάω.

Η ησυχία θα ήταν απόλυτη, εάν κάποια βατραχάκια δεν ακούγονταν από το ρέμα, η Μεγάλη Άρκτος πίσω μας στο βορρά έλαμπε και περίμενε κι αυτή να ακούσει για άλλη μια φορά την χιλιοειπωμένη από ανθρώπινα στόματα ιστορία της. 


-Ξεκινάω λοιπόν! Ακούστε!


Η Καλλιστώ, η πανέμορφη νύμφη, κόρη του Λυκάονα που ήταν ο βασιλιάς της Αρκαδίας, ιέρεια του κυνηγιού και προστατευόμενη της θεάς Άτρεμης, συνδέθηκε ερωτικά με τον Δία που θαμπώθηκε με την ομορφιά της. Εξάλλου και το όνομα της, αυτό φανερώνει! Προέρχεται από τη λέξη «κάλλος», που σημαίνει ομορφιά! Η Άρτεμις αφοσιωμένη στο κυνήγι αδιαφορούσε για τη χαρά του έρωτα και το γάμο και απαιτούσε από τις νύμφες που ήταν στον περίγυρο της το ίδιο. Την αθωότητα και την παρθενικότητα. Γι' αυτό έδιωξε την Καλλιστώ μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη της, η οποία αφού περιπλανήθηκε, γέννησε τον Αρκάδα, γενάρχη των Αρκάδων, καρπό του παράνομου έρωτά της με τον Δία. Αυτή, η ακόμα μία παράνομη σχέση του Δία εξόργισε την Ήρα, που για να τον εκδικηθεί μεταμόρφωσε την πανέμορφη Καλλιστώ σε αρκούδα. Τα χρόνια περνούσαν και η Καλλιστώ περιπλανιόταν στα πυκνά και όμορφα δάση. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά στο γιο της που κυνηγούσε. Τον αναγνώρισε και ξεχνώντας ότι ήταν αρκούδα έτρεξε με λαχτάρα να τον αγκαλιάσει. Ο Αρκάς  βλέποντας μια αρκούδα να τρέχει προς το μέρος του σήκωσε το δόρυ του έτοιμος να χτυπήσει τη μητέρα του. Ο πανταχού παρών Δίας, μην αντέχοντας να δει τον Αρκάδα να σκοτώνει την ίδια του τη μητέρα, άρπαξε την Καλλιστώ από την ουρά και την εκτόξευσε στο βόρειο κομμάτι του ουρανού. Μαζί της τοποθέτησε και τον Αρκάδα για να μπορούν πια μητέρα και γιος να είναι μαζί. Την Καλλιστώ τη μετέτρεψε στον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου και το γιο της στον αστερισμό της Μικρής Άρκτου. Η Ήρα κοιτάζοντας προς τον ουρανό, κατάλαβε ότι όλο αυτό ήταν έργο του άντρα της. Μήνυσε στον Ωκεανό να μην επιτρέψει ποτέ στους δύο αστερισμούς να ανατέλλουν και να δύουν, έτσι ώστε να μη βυθίζονται ποτέ στη θάλασσα, να ξεκουράζονται και να πίνουν νερό από τον ωκεανό. Έτσι λοιπόν έγιναν αειφανείς αστερισμοί, δηλαδή ορατοί συνεχώς, καταδικασμένοι να μην ανατέλλουν ούτε και να δύουν ποτέ, ώστε να μη δροσίζονται πότε στη θάλασσα.


-Έτσι λοιπόν, τις σκοτεινές νύχτες, οι άνθρωποι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά, ξόρκιζαν το κακό και τους φόβους τους, μετέφεραν τους μύθους τους από γενιά σε γενιά, προσπαθώντας να εξηγήσουν τη ζωή και τα ανεξήγητα φαινόμενα... Αυτό το μύθο σας μεταφέρω κι εγώ απόψε! Στον κόσμο μας με τις τόσες ανέσεις δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί αυτά τα μικρά φώτα στέκουν εκεί, πάνω από τα κεφάλια μας. Το γνωρίζουμε. Χρειάζεται όμως να ταξιδέψουμε σε εκείνα τα χρόνια του ανθρώπου, τα καθόλου ειδυλλιακά και να ονειρευτούμε με τη φαντασία του παλιού ανθρώπου... Τουλάχιστον σε αυτό, ο παλιός άνθρωπος τα πήγαινε καλύτερα από εμάς...









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου