Ένα μήνυμα σε μπουκάλι έφτασε στα χέρια μου ένα απόγευμα του Μαΐου του 2020 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, δίπλα στον τοίχο... Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του το 1946. Μαύρα χρόνια... Το έριξαν μέσα στη θάλασσα, την τόσο ταραγμένη θάλασσα του τόπου μας εκείνης της εποχής. Ταξίδεψε. Βρήκε παραλήπτες. Διαβάστηκε, συζητήθηκε ψιθυριστά σε δωμάτια με χαμηλωμένα φώτα, κρύφτηκε σε πατάρια και κρύπτες, κάηκε, κατασχέθηκε και εμφανίστηκε ως πειστήριο και ένδειξη ενοχής σε έκτακτα στρατοδικεία, ίσως να διέσχισε τον Πάρνωνα και την Πίνδο μέσα σ' ένα σακίδιο μαζί μ' ένα ζευγάρι ζεστές κάλτσες... Αγοράστηκε; Μοιράστηκε; Δεν έχει σημασία. Ένας γενναιόδωρος και ευγενικός άνθρωπος το χάρισε απλόχερα σ' έναν άλλον. Κι αυτός μου το έδωσε με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά. " Πάρ' το! Θα πιάσει τόπο, σκέφτηκα", μου είπε!
Φίλοι του " Ομίλου Φίλων Της Αλήθειας" δεν ξέρω πότε κόπηκε το νήμα της ζωής σας, πόσες ταλαιπωρίες σας βρήκαν. Το μήνυμά σας όμως σε αυτό το μπουκάλι πέρασε από χέρι σε χέρι, έφτασε στα χρόνια μας και να είστε σίγουροι ότι θα συνεχίσει αυτό το ταξίδι μέχρι ο κόσμος μας να γίνει όπως τον ονειρευτήκατε, όπως τον ονειρευόμαστε...
Η έκδοση αυτή «έφερε στο φως την έως τότε ποιητική κληρονομιά, ενωμένη με την τότε σύγχρονη παραγωγή». Σκοπός της ήταν η γνωριμία και η τόνωση του ηθικού του λαού εκείνα τα χρόνια. Ποιητές όπως οι Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Νίκος Παππάς, Γεώργιος Σουρής, καθώς και άλλοι πολλοί ήταν εγγύηση γι' αυτό...
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
Ένα παραμύθι
Απόσπασμα απ' τη συλλογή «Απλοί Τρόποι», 1920
Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
κι' άγρια φωνάζουν κι' έξω με ζητούν
ο Βασηλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι
γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.
Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται
«Τι θέλουν είπα». Ξαναλέει μ' ορμή
ο Ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται
από την άκρη μια φωνή «ψωμί».
«Ψωμί, και το γυρεύουν από μένα!
δεν έχουν χέρια; «Ακαμάτης λαός»,
ψιθύρησε ένας κι' ο άλλος δειλιασμένα
ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός»
-Γιαυτό θέλω κι' εγώ να τον πλατύνω
και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;-
Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω!
«Βασιλειά μας, χιλιόχρονος να ζης »!
Και τα ποτήρια υψώθηκαν - έσβησαν
σιγά στη σάλα οι κρυσταλένιοι αχοί.
Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουϊσαν
«ο Βασιληάς ο αφέντης μας να βγη»!
Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
το Βασιληά όλοι κοίταξαν δειλά.
«Να τους σκορπίσουν» είπε και σηκώθη
και βγήκε κι' οι αρχόντοι όλοι κοντά.
.................................................................
Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα,
που ο αφέντης ζητά ν' αναπαυθή
για να σας κοπιάζει χρόνια τώρα,
για να κάνη τη χώρα σας τρανή.
Ντροπή λαέ! Τί θέλεις συναγμένος;
Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός
έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος
«Ψωμί, Ψωμί» τον έκοψε ο λαός
«Ψωμί! απ' το Βασιληά το καρτεράτε;
τα χωράφια το δίνουν το ψωμί».
«Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε
όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχη»!
................................................................................
Βογκά ο λαός κι' άλλος τα χέρια δένει,
άλλος πέφτει στη γη γονατιστός
μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει
κι' ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.
.................................................................................
«Απάνω! Ορθοί όλοι! Αλοίμονο που χάρη
του τυράννου γυρεύει, του ληστή,
και το δικό του δε χυμά να πάρη
και την πόρτα δεν σπα σαν δεν του ανοιεί.
Μούγγρισε απάνω υψώνοντας το χέρι
και βροντερή του αντήχησε η λαλιά
καθώς στο λόγγο όταν κοπεί το αέρι
όμοια στα πλήθη απλώθη η σιγαλιά.
.............................................................
Ξύπνα μονάχα απ τ' αποκοίμισμα σου
μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς
τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριά σου
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.
Ρίχνε ότι κόβει την ορμή σου, χύμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά.
Κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέση απ' τη γερή σου τη γροθιά.
Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίσουν άλλοι ότι εσύ σπέρνεις
αγρούς να τρέφης στάζοντας ίδρο;
Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης
να τους υψώνης σκάβοντας τη γη,
και συ να λαχταράς να μη χορταίνεις
και το πικρό σου, το ξερό ψωμι!
Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί! ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαρειά, βαθειά,
σα να στέναξαν χίλια μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατειά.
Και με όλορθο κορμί το παληκάρι
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή.
«Ήρθε ο καιρός» ξανάκραξε να πάρη
το δίκο ο καθένας στη ζωή.
Το δίκηο όμως αυτό δεν το ζητιανεύουν
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν
το αρπάζουν με βιά απ' όποιους το κρατούν.
Την πόρτα αν δεν ανοιή την σπουν σας είπα
τί στέκεστε, τί γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.
Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά
κοντά μου! Κάτω ας πέση ότι σηκώνει
μαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστα!
..................................................................
Νίκος Παππάς
Το κορίτσι που έπεσε στο πεζοδρόμιο
Απεργία 22.7.43
Απ' τη συλλογή «Το αίμα των Αθώων» 1940-45
Η χτεσινή κηδεία μύριζε αττικούς κήπους
η χτεσινή κηδεία σου πέταξε απ' τα θούρια του Μαγιακόφσκι
Ω! κόρη που ταξείδεψες για την αιωνιότητα
χεροπιασμένη με το κορίτσι της Ορλεάνης
στο δρύϊνο πλοίο του φερέτρου
βαρύ απ' τα δάκρυα μας
κατάφορτο από πελώριες ανθοδέσμες.
Έπεσες κρατώντας ένα λάβαρο
έστρωσες με το κορμί σου το δρόμο
για να περάσουν οι άλλοι
τα λεπτά χέρια σου έπνιξαν τον τύραννο
η θαυμάσια φωνή σου αγρίεψε τον αιθέρα
τα εξαίσια μάτια σου διαπέρασαν τα θωρακισμένα αυτοκίνητα
Ω σκληροί στρατιώτες ποια δάκτυλα πίεσαν τη σκανδάλη
κι' έσχισαν τα ευωδιασμένα στήθη της
πούκλειναν μια τέτοια καρδιά;
Στη χτεσινή κηδεία σήκωσαν το άρμα της νειότης σου
τέσσερα αγόρια στα γυμνά τους χέρια
μια πεταλούδα σα να κρατούσαν!
Και γύρω σου ο λαός των φιλενάδων
τον άσπρο σου ύπνο προβοδούσε σαν εσμός ολόφωτος
για κει που πέφτει μαύρο μαύρο χιόνι...
Στα πόδια μου έπεσες αιμόφυρτη
σαν αδελφούλα σε κατευοδώνω
μικρή μου φίλη, μεγάλη άγνωστη
που άφησες στο σπίτι κοιμισμένες τις κούκλες
πάνω στο βραδυνό σου κέντημα
για να ζητωκραυγάσεις στο πεζοδρόμιο...
Τα ποιήματα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου
Ένα παραμύθι
Απόσπασμα απ' τη συλλογή «Απλοί Τρόποι», 1920
Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
κι' άγρια φωνάζουν κι' έξω με ζητούν
ο Βασηλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι
γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.
Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται
«Τι θέλουν είπα». Ξαναλέει μ' ορμή
ο Ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται
από την άκρη μια φωνή «ψωμί».
«Ψωμί, και το γυρεύουν από μένα!
δεν έχουν χέρια; «Ακαμάτης λαός»,
ψιθύρησε ένας κι' ο άλλος δειλιασμένα
ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός»
-Γιαυτό θέλω κι' εγώ να τον πλατύνω
και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;-
Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω!
«Βασιλειά μας, χιλιόχρονος να ζης »!
Και τα ποτήρια υψώθηκαν - έσβησαν
σιγά στη σάλα οι κρυσταλένιοι αχοί.
Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουϊσαν
«ο Βασιληάς ο αφέντης μας να βγη»!
Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
το Βασιληά όλοι κοίταξαν δειλά.
«Να τους σκορπίσουν» είπε και σηκώθη
και βγήκε κι' οι αρχόντοι όλοι κοντά.
.................................................................
Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα,
που ο αφέντης ζητά ν' αναπαυθή
για να σας κοπιάζει χρόνια τώρα,
για να κάνη τη χώρα σας τρανή.
Ντροπή λαέ! Τί θέλεις συναγμένος;
Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός
έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος
«Ψωμί, Ψωμί» τον έκοψε ο λαός
«Ψωμί! απ' το Βασιληά το καρτεράτε;
τα χωράφια το δίνουν το ψωμί».
«Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε
όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχη»!
................................................................................
Βογκά ο λαός κι' άλλος τα χέρια δένει,
άλλος πέφτει στη γη γονατιστός
μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει
κι' ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.
.................................................................................
«Απάνω! Ορθοί όλοι! Αλοίμονο που χάρη
του τυράννου γυρεύει, του ληστή,
και το δικό του δε χυμά να πάρη
και την πόρτα δεν σπα σαν δεν του ανοιεί.
Μούγγρισε απάνω υψώνοντας το χέρι
και βροντερή του αντήχησε η λαλιά
καθώς στο λόγγο όταν κοπεί το αέρι
όμοια στα πλήθη απλώθη η σιγαλιά.
.............................................................
Ξύπνα μονάχα απ τ' αποκοίμισμα σου
μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς
τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριά σου
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.
Ρίχνε ότι κόβει την ορμή σου, χύμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά.
Κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέση απ' τη γερή σου τη γροθιά.
Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίσουν άλλοι ότι εσύ σπέρνεις
αγρούς να τρέφης στάζοντας ίδρο;
Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης
να τους υψώνης σκάβοντας τη γη,
και συ να λαχταράς να μη χορταίνεις
και το πικρό σου, το ξερό ψωμι!
Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί! ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαρειά, βαθειά,
σα να στέναξαν χίλια μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατειά.
Και με όλορθο κορμί το παληκάρι
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή.
«Ήρθε ο καιρός» ξανάκραξε να πάρη
το δίκο ο καθένας στη ζωή.
Το δίκηο όμως αυτό δεν το ζητιανεύουν
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν
το αρπάζουν με βιά απ' όποιους το κρατούν.
Την πόρτα αν δεν ανοιή την σπουν σας είπα
τί στέκεστε, τί γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.
Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά
κοντά μου! Κάτω ας πέση ότι σηκώνει
μαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστα!
..................................................................
Νίκος Παππάς
Το κορίτσι που έπεσε στο πεζοδρόμιο
Απεργία 22.7.43
Απ' τη συλλογή «Το αίμα των Αθώων» 1940-45
Η χτεσινή κηδεία μύριζε αττικούς κήπους
η χτεσινή κηδεία σου πέταξε απ' τα θούρια του Μαγιακόφσκι
Ω! κόρη που ταξείδεψες για την αιωνιότητα
χεροπιασμένη με το κορίτσι της Ορλεάνης
στο δρύϊνο πλοίο του φερέτρου
βαρύ απ' τα δάκρυα μας
κατάφορτο από πελώριες ανθοδέσμες.
Έπεσες κρατώντας ένα λάβαρο
έστρωσες με το κορμί σου το δρόμο
για να περάσουν οι άλλοι
τα λεπτά χέρια σου έπνιξαν τον τύραννο
η θαυμάσια φωνή σου αγρίεψε τον αιθέρα
τα εξαίσια μάτια σου διαπέρασαν τα θωρακισμένα αυτοκίνητα
Ω σκληροί στρατιώτες ποια δάκτυλα πίεσαν τη σκανδάλη
κι' έσχισαν τα ευωδιασμένα στήθη της
πούκλειναν μια τέτοια καρδιά;
Στη χτεσινή κηδεία σήκωσαν το άρμα της νειότης σου
τέσσερα αγόρια στα γυμνά τους χέρια
μια πεταλούδα σα να κρατούσαν!
Και γύρω σου ο λαός των φιλενάδων
τον άσπρο σου ύπνο προβοδούσε σαν εσμός ολόφωτος
για κει που πέφτει μαύρο μαύρο χιόνι...
Στα πόδια μου έπεσες αιμόφυρτη
σαν αδελφούλα σε κατευοδώνω
μικρή μου φίλη, μεγάλη άγνωστη
που άφησες στο σπίτι κοιμισμένες τις κούκλες
πάνω στο βραδυνό σου κέντημα
για να ζητωκραυγάσεις στο πεζοδρόμιο...
Τα ποιήματα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου