Ω Κάρμεν Γιάνιες! Ώστε εσύ ήσουν λοιπόν η μελαχρινή! Κι εσύ Μάρσια Εσκαντλεμπέρι! Ώστε εσύ ήσουν η ξανθιά! Εσείς, μεγάλες γυναίκες που επιβιώσατε από την περιβόητη βίλα Γκριμάλντι... Εκεί που ο ανθός του χιλιανού λαού και της χιλιανής νεολαίας, πέντε χιλιάδες άνθρωποι, βασανίστηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο από μια συμμορία ακροδεξιών που η μόνη ηθική τους ήταν τα όπλα. Από εκεί που κάποιοι ακόμα αγνοούνται...
Σκαλίζοντας πάντα σε παλιότερες σπάνιες κι εξαντλημένες εκδόσεις έπεφτα πάνω σε θησαυρούς που στη συνέχεια γίνονταν αυτή η ωραία ενότητα των "λογοτεχνικών λεπτομερειών" που τόσο αγαπώ! Αυτή τη φορά όμως, σαν το λουλούδι την άνοιξη, εμφανίστηκε μπροστά μου σε μια καινούργια έκδοση αυτή η συγκινητική λεπτομέρεια! Μου εμφανίστηκαν με τα πλήρη ονόματά τους αυτές οι δύο υπέροχες γυναίκες! Αυτές οι τόσο δυνατές κι αποφασισμένος γυναίκες του Γίγαντα χιλιανού Λαού! Αυτές που ύμνησε ο σύντροφος της Κάρμεν, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και παραμυθάς της Χιλής Λουίς Σεπούλβεδα, στο διήγημα με τίτλο "Η ξανθιά και η μελαχρινή" που βρίσκεται στο καλύτερο βιβλίο του "Χρονικά του περιθωρίου".
Κάρμεν, δεν ήξερες ποια ήταν δίπλα σου σε αυτή τη δοκιμασία. Μόνο τα σώματα η μία της άλλης φροντίζατε και αγκαλιάζατε μετά τα ηλεκτροσόκ και ότι άλλο σκαρφίζονταν οι τύραννοι για να λυγίσετε εσείς οι αλύγιστες! Σαν τις δικές μας εξόριστες και φυλακισμένες αγωνίστριες. Σαν τους δικούς μας Μακρονησιώτες...
Είχα φυλάξει ένα παλιό απόκομμα εφημερίδας από την εποχή της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αγιέντε [...]. Έδειχνε τη φωτογραφία μιας όμορφης νεαρής δημοσιογράφου [...]. Την είχα κρατήσει, αφού πρώτα διάβασα τ' όνομα της στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, και από τότε την έχω πάντα μαζί μου, ανάμεσα στις φωτογραφίες και τις αναμνήσεις μου.
Η γυναίκα στη φωτογραφία ήταν η Μάρσια Εσκαντλεμπέρι, η γυναίκα που είχα γνωρίσει στη διαβόητη βίλα Γκριμάλντι [...] που δημιούργησε ο Πινοτσέτ.
Στην εξορία, ρώτησα πολλές φορές όσους πίστευα ότι μπορεί να γνώριζαν κάτι για τη Μάρσια, αλλά ποτέ δεν πήρα πληροφορία. [...] Τελευταία φορά που είχα δει τη Μάρσια ήταν -τραυματισμένη και μες στα αίματα- σ' εκείνον τον υγρό, δύσοσμο τόπο βασανιστηρίων μαζί μ' άλλες γυναίκες.
Άρχισα εκ νέου την αναζήτηση της Μάρσια. [...] Υπάρχουν δεσμοί αίματος που, σε στιγμές αλληλεγγύης, ενώνουν άντρες και γυναίκες για πάντα. Με είχε εντυπωσιάσει το σθένος της απέναντι στους βασανιστές της και η θέληση της να ζήσει.
Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνό σου Κάρμεν! Από την άλλη μεριά της γραμμής ήταν αυτή!
"Γεια σου, Κάρμεν", είπε μια γλυκιά, χιλιανής φωνή. "Γεια σου" απάντησα έκπληκτη, "ποια είσαι;" . Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, μου λέει: "Είμαι η Μάρσια". Δεδομένου του τόπου, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν η μία και μοναδική Μάρσια [...] Ποια άλλη Μάρσια θα μου μιλούσε με τέτοια οικειότητα, παρά τα τόσα χρόνια που είχαμε να βρεθούμε;
"Πως είσαι; Που είσαι; Μπορώ να σε δω;" οι ερωτήσεις όρμησαν σα χείμαρρος.
"Μα, φυσικά καλή μου" μου λέει η Μάρσια με τη γαλήνη και γλυκιά φωνή της. Βρίσκομαι στο λόμπι του ξενοδοχείου σου. [...]
Κατέβηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με την καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει. Η Μάρσια ήταν εκεί. [...]
Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, σαν να ήμαστε φίλες μια ολόκληρη ζωή. Όποιος μας παρακολουθούσε θα το θεωρούσε δεδομένο. Είχαμε βρεθεί μαζί, τόσο κοντά στο θάνατο, κι αυτό δημιουργεί πάντα αόρατους δεσμούς αγάπης και άρρηκτης αλληλεγγύης.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Λούτσο (εννοεί τον Λουίς Σεπούλβεδα) θα αποτύπωνε σ' ένα όμορφο κείμενο τη μοναδική και φανταστική ιστορία μας. "Η ξανθιά και η μελαχρινή".
Συνάντησα τη Μάρσια το 1997, στη Βενετία, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, και μετά από είκοσι τρεις ολόκληρα χρόνια, αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε. Είχαμε επιβιώσει!
Αυτές ήταν και είναι λοιπόν οι δύο γυναίκες, η ξανθιά και η μελαχρινή. Κι αυτό το χρωστάμε στο εξαιρετικό βιβλίο (τι άλλωστε διαφορετικό θα μπορούσε να ήταν) της Κάρμεν Γιάνιες: ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΧΡΟΝΟ. Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ, από τις εκδόσεις opera. Ένα βιβλίο και μια λεπτομέρεια που μακάρι να μην είχαμε μάθει ποτέ. Γιατί αφορμή αυτό του βιβλίου ήταν ο θάνατος του Λουίς Σεπούλβεδα τον Απρίλη του 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
(Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο σε μετάφραση των: Μαρία Αθανασίου, Θεώνης Κάμπρα, Αλίκης Μανωλά, Ιφιγένειας Ντούμη, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου)
Η ξανθιά και η μελαχρινή (του Λουίς Σεπούλβεδα)
Τις βλέπω να περνούν στους δρόμους της Βενετίας, και κάνω δύο βήματα μπρος ή πίσω για να τις δω καλύτερα, για να τις χορτάσω, γιατί είναι όμορφες και γεμίζουν το φθινοπωρινό βράδυ με αυτή την ξεχωριστή ομορφιά που χαρίζουν τα σαράντα πέντε χρόνια τους - μια ομορφιά που ωρίμασε μέσα σε χαρές και βάσανα. μέσα σε έρωτες που ρουφήχτηκαν μέχρι την τελευταία γουλιά, και μέσα σε ταραχές που ποτέ δε σβήνουν.
Δε γνωρίστηκαν ούτε σε κάποιο πάρκο ούτε σε κάποιο χορό, αλλά στα μπουντρούμια ενός ζοφερού στρατοπέδου που λέγεται Βίλα Γκριμάλντι και κατέχει δικαιωματικά περίοπτη θέση στο διεθνή κατάλογο της φρίκης και της ατιμίας.
Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν τη μελαχρινή έξω από το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες, και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.
Σήμερα, η μελαχρινή κοιτάζει τον ήλιο που καθρεφτίζεται στα κανάλια, και χαμογελά
Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν την ξανθιά έξω απ' το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της και τη φωτογραφία του δολοφονημένου άντρα της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.
Σήμερα, η ξανθιά κοιτάζει τα περιστέρια στην Πλατεία Αγίου Μάρκου και χαμογελά.
Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η μελαχρινή, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη μελανιές απ' τα χτυπήματα, καψίματα απ' τα ηλεκτρόδια. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».
Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η ξανθιά, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη σημάδια από τις μπότες, απ' το ηλεκτρικό βούνευρο. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».
Βέβαια, έκλαψαν κι οι δύο - για λίγο, γιατί οι ένδοξες γυναίκες της γενιάς μου και της Ιστορίας μου δεν αφήνουν τον πόνο να επιβληθεί σ' αυτά που έπρεπε να κάνουν: να οργανώσουν τη σιωπή, να μπερδέψουν την ένστολη αλητεία, ν' αντισταθούν.
Όταν ιδώθηκαν για πρώτη φορά κάτω απ' τον ισχυρότατο ήλιο των είκοσι πέντε βατ που φώτιζε περιοδικά το κελί, αγκαλιάστηκαν για να ζεσταθούν, κι αφού η μία περιποιήθηκε τις πληγές της άλλης, πέρασαν στην ανταλλαγή πληροφοριών για ό,τι είχαν προλάβει να δουν. «Πρέπει να 'μαστε σ' αυτό το μέρος», «Είδα να βγάζουν έξω δύο συντρόφισσες που δε σάλευαν», «Μην πιεις νερό μετά το ηλεκτρικό βούνευρο».
Απ' το «ματάκι» της πόρτας, οι δήμιοι τις έβλεπαν και τις νόμιζαν πεσμένες, και τις νόμιζαν χαμένες. Φουκαράδες! Πού να φανταστούν ότι αυτά τα δύο σώματα ήταν ένα πυρήνας Αντίστασης!
Σήμερα, θυμούνται πως κουβέντιαζαν και γι' άλλα πράγματα: «Σου 'τρεξε το ρίμελ» είπε η μελαχρινή, χαϊδεύοντας τα μαυρισμένα μάτια της ξανθιάς, «Χάλια είναι το κοκκινάδι σου» είπε η ξανθιά, χαϊδεύοντας τα χείλια της μελαχρινής.
Ταξίδευαν απ' το κελί τους, κι ανάμεσα σε δύο βασανιστήρια, επισκέφτηκαν τη Ρώμη, το Λονδίνο, το Τολέδο, το Σάο Πάολο. Τραγούδησαν τραγούδια του Σερά και της Βιολέτα Πάρα. Απάγγειλαν ποιήματα του Νερούδα και του Αντόνιο Ματσιάδο. Μαγείρεψαν με συστατικά ευτυχισμένων αναμνήσεων. Η μελαχρινή ήταν ποιήτρια κι ήθελε να γίνει σπουδαία ποιήτρια. Η ξανθιά ήταν δημοσιογράφος κι ήθελε να γίνει σπουδαία δημοσιογράφος.
Σήμερα, η Κάρμεν Γιάνιες, η μελαχρινή, βλέπει τα ποιήματά της να δημοσιεύονται στην Ισπανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ιταλία, και η Μάρσια Σκαμτελμπέρι, η ξανθιά, βλέπει τα άρθρα της να δημοσιεύονται σε πολλές γλώσσες.
Τις βλέπω να βαδίζουν (τι όμορφες που είναι!), κάνω ένα βήμα μπρος ή πίσω, και κάθε φορά μου φαίνονται όλο και πιο όμορφες, καθώς τα περιστέρια πιάνουν να πετούν στο πέρασμά τους και να γράφουν στον ουρανό «Γεια σας συντρόφισσες!» [...]. Εκείνες χαμογελούν και θυμούνται πως ένας ένστολος σατράπης της Βίλα Γκριμάλντι τις έλεγε «πουτάνες της άκρας αριστεράς» όταν του εξαντλούνταν το ρεπερτόριο με στρατιωτικές βρισιές.
Η μελαχρινή και η ξανθιά. Η Κάρμεν και η Μάρσια. Να τες: βαδίζουν με τη σίγουρη περπατησιά τους και την περηφάνια αυτού που τα 'παιξε όλα. Αυτά τα σώματα μιλούν γι' αγάπη, φυλάνε την αγάπη μην πέσει. Αυτά τα χείλια που σε προκαλούν να τα φιλήσεις, γόγγυξαν, αλλά δεν είπαν ούτε ένα όνομα ανθρώπου, δέντρου, ποταμού, βουνού, δάσους , δρόμου, λουλουδιού. Δεν είπαν τίποτα που θα μπορούσε να οδηγήσει κάπου τους δήμιους. Κι αυτά τα μάτια που λούζονται στο φως και φωτίζουν, έκλαψαν με αξιοπρέπεια τους νεκρούς μας.
Ολάνθιστες μινιφορούσες της δεκαετίας του '70 που αναστάτωναν τις αίθουσες διδασκαλίας και τα ήθη, ανατροπείς του έρωτα και των ιδεολογιών, συντρόφισσες της ψυχής και της ελπίδας, με τι καμάρι σας κοιτάζω να περνάτε!
[Το διήγημα «Η ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΞΑΝΘΙΑ» βρίσκεται στο εξαιρετικο, ίσως το καλύτερο βιβλίο συλλογής διηγημάτων του Λουίς Σεπούλβεδα, «Χρονικά του περιθωρίου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «opera», σε μετάφραση πάντα του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Διαβάστε ακόμα:
Luis Sepulveda [1949-2020], τελευταίο ταξίδι για τον κόσμο στο τέλος του κόσμου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου