Η λίστα ιστολογίων μου

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Στιγμή...




Από εκείνη τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο και έμαθα ότι είσαι τόσο μακριά και το αίμα ν' απλώνεται παντού στο κεφάλι σου δεν ησυχάζω. Από τότε που σε είδα παρατημένο σ' ένα φορείο νοσοκομείου δεν ησυχάζω. Από τότε που σε είδα σ' ένα "κέντρο αποκατάστασης" μόνο κατάμονο δεν ησυχάζω. Ησύχασα είκοσι τέσσερις ώρες πριν κοιμηθείς για πάντα, μιας και τρεις μήνες σχεδόν κοιμόσουν, αλλά σίγουρα μας ονειρευόσουν και μας έσφιγγες το χέρι οπότε στο ζητούσαμε ψελίζοντας ποιος ξέρει τι, όταν ήταν η τελευταία φορά που μέσα στον ύπνο σου σού είπα ότι σε αγαπώ κι ένα δάκρυ σου κύλησε. Η τελευταία μας επικοινωνία. Την άλλη μέρα την ίδια ακριβώς ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι έμαθα ότι κοιμήθηκες για πάντα. Κι από 'κεινη τη στιγμή δεν ησυχάζω. Μου έρχεσαι συνέχεια στο νου, μία νέος και μία ηλικιωμένος. Παππούς. Κι ήσουν τόσο καλός παππούς όσο και καλός πατέρας με τον τρόπο σου. Νέος μου έρχεσαι όταν αντικρίζω τη φωτογραφία σου στην οθόνη μου και παππούς όταν σε αντικρίζω στη φαντασία μου ή στα όνειρα μου που έρχεσαι συχνά. Και τώρα εδώ, στο σπίτι που πέρασες τα τελευταία εικοσιένα καλοκαίρια σου, σε έζησα πιο πολύ από τότε που ήμουν παιδί, μιας και στα πολύ εικοσιλίγα μου χρόνια έφυγα από το σπίτι δεν ησυχάζω. Πετάγεσαι μέσα από τις ελιές, τις λεμονιές, τους θάμνους, τις αγγελικούλες, τα χαμολούλουδα των βράχων, το αμπέλι, τις ροδιές, το πατητήρι, την αποθήκη με τα εργαλεία σου, τη βιβλιοθήκη, την ώρα που ποτίζω, την ώρα που διαβάζω στη βεράντα. Παντού πετάγεται. Και δεν ησυχάζω...





Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Πέντε χρόνια "φύλλα"...




Πέντε χρόνια "φύλλα", εκατόν ογδόντα πέντε αναρτήσεις! Λόγια για βιβλία που διάβασα, ιστορίες και διηγήματα που γράφτηκαν βουτώντας την πένα βαθιά μέσα μου, Ιστορία του τόπου και του λαού μας, Ιστορία άλλων τόπων και άλλων λαών, αγώνες μέσα από τις σελίδες βιβλίων, λογοτεχνικών, πολιτικών, ιστορικών και επιστημονικών περιοδικών, μια αναμέτρηση με τον εαυτό μου και τη λευκή σελίδα... Α, κι ένα βιβλίο που προέκυψε! 

Μα πάνω απ' όλα αν κατάφερε φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη αυτό το μικρό περιβολάκι των γραμμάτων  μια γλυκιά γαλήνια ζέστη να χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του, μέσα σου, τότε κάτι έστω και μικρό πέτυχε... Συνεχίζουμε!


Διαβάστε ακόμα:

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Που πάτε αρχόντοι;...

Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα

Τη δεκάτη ο τσιφλικάσ δώσ' του κόψιμο οι πασάδες
Κι υπαγόρευε το ράσο σφάξε με αγάμ' ν' αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα

Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού
Αφού τότε τσιφλικάδεσ ήσανε οι μπουρζουάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα



Πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία του τόπου μας είναι εκπληκτικό! Κοτσαμπάσηδες, πασάδες, δηλαδή οι σημερινοί μπουρζουάδες, και σεβάσμιοι δεσποτάδες  μια ζωή με τους ισχυρούς, μια ζωή εξουσιάζουν και κυβερνούν χέρι χέρι τη χώρα. Κι όταν έρχονται τα δύσκολα βγάζουν την ουρά τους απ' έξω και την κοπανούν. Τα ίδια όταν ο Μπραΐμης έζωσε την Πελοπόννησο, τα ίδια τον Απρίλη του 1941 όταν η μισή αστική τάξη έφυγε με το χρυσό της χώρας στην Αίγυπτο και η άλλη μισή έμεινε εδώ να συνεργαστεί μετά νέα της αφεντικά. Κι όταν ο λαός απελευθέρωσε και τις δύο φορές τον τόπο, αυτοί επέστρεφαν θριαμβευτές και οι απελευθερωτές γινόντουσαν παρίες στην πρώτη περίπτωση και κατέληγαν στις φυλακές τις εξορίες και το χώμα στη δεύτερη... Κι οι εξουσιαστές έγιναν δρόμοι, πλατείες και ευεργέτες... 

Τα "φύλλα" με τις μικρές τους δυνάμεις προσπαθούν να φωτίζουν μέσα από τα γράμματα τέτοιες ιστορίες στην κατεύθυνση της αυτομόρφωσης και της αλήθειας που όλοι οι παραπάνω μας αποκρύβουν... Σήμερα με χαρά παρουσιάζουν ένα απόσπασμα από ένα διαμαντάκι που ανακάλυψαν στο θησαυρό που κυκλοφορούσε σε μορφή ετήσιου περιοδικού και άκουγε στο όνομα "Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά" του 1960. Είναι εκτενές κείμενο αλλά αξίζει να διαβαστεί! Γιατί μόνο έτσι βλέπουμε τη θέση μας στην ιστορία και τη συγκρίνουμε με τη θέση των τότε  και των σημερινών κοτσαμπάσηδων και των τότε και σημερινών δεσποτάδων που ακόμα μας προτρέπουν "σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω"...

Αγησίλαος Τσελάλης: Στον καιρό του Μπραΐμη (Άγνωστα ιστορικά στοιχεία. Από επίσημα ανέκδοτα έγγραφα)

Που πάτε αρχόντοι;...

Στη βραχώδη κι απόκρημνη όχθη του Λάδωνα κοντά στο χωριό Σπαθάρη της Γορτυνίας ήταν τεράστιο σπήλαιο, κρυμμένο σ' ένα απρόσβατο πυκνότατο δάσος. Σ' αυτό είχαν κρύψει οι Ντεληγιανναίοι 8 χιλιάδες κιλά σιτάρι, 19 χιλιάδες οκάδες τυρί κι άλλα τρόφιμα. Στις κοντακιανές σπηλιές, στ' απροσπέλαστα δάση και τις απρόσιτες ρεματιές του Λάδωνα είχαν χιλιάδες γιδοπρόβατα και γουρούνια. Για κάθε περίσταση. 

"Εις το σπήλαιον εκείνο οι οικογένειαί μας όλαι και των συγγενών και φίλων μας, υπερβαίνουσαι τας 500 ψυχές. Συνήχθησαν δε και όλαι αι οικογένειαι των μεγάλων κωμοπόλεων, επέκεινα των 10 χιλιάδων ψυχών και από 20 χιλιάδες αιγιδοπρόβατα, γελάδια, άλογα, βόδια και άλλα." (Δεληγιάννη απομνημονεύματα)

Σ' αυτές τις σπηλιές, "κυριευθέντες εκ της φρίκης και της απελπισίας", έτρεχαν να κρυφθούν οι Ντεληγιανναίοι με τους δικούς τους.

Ζώα ενός φαρδείς κεμέρια με λογής-λογης μονέδα και χρυσαφικά ο Θανάσης Ντεληγιάννης έτρεχε με τη γυναίκα του κι αυτή φορτωμένη με τιμαλφή, να φθάση στη σπηλιά. [...]

Κλείστηκαν όλοι στη σπηλιά του Σπάθαρη. Ο Μπραΐμης έζωσε τον τόπο. Τα σπήλαια του Λάδωνα ήταν προδομένα. Έψαχνε όλη μέρα να τα βρή, όσο που νύχτωσε κι εσκήνωσε. [...]

Να συνεχίση την αυγή. Τη νύχτα έπιασε δυνατή βροχή. Οι κρυμμένοι στις σπηλιές βγήκαν αθόρυβα. Η βροχή, το ποτάμι, τα δέντρα βούιζαν, βοήθησαν στη φυγή τους. 

Εβγήκαν στα Τριπόταμα. Στο Βραχνί ήσαν συναγμένοι οι πολεμιστές να συναγροικιθούν, να βρουν τον τρόπο να κτυπήσουν τον εχθρό, που έκαιε, εσκλάβωνε και έσφαζε. Να σώσουν τα γυναικόπαιδα. 

Έφτασαν εκεί οι Ντεληγιανναίοι. Ζήτησαν τρόφιμα και ζά, να φύγουν για το Ανάπλι. Μαζί τους [...] κι άλλοι πρόκριτοι. Εβγήκε μπροστά ένας αγωνιστής.

-Που πάτε αρχόντοι;... Τρέχετε Στ' Ανάπλι να γλυτώστε τα κορμιά και τα φλουριά σας;...

-Τι να κάμουμε;... Έκανε τον μισοκακόμοιρο ο Κανέλλος, όσο να ξεφύγη.

-Ναι γλιτώσετε σεις, κοτσαμπάσηδες να μείνετε για σπορίτες... Κι εμείς οι άλλοι;... Τα γυναικόπαιδα; [...]

-Πως να το κάμουμε;...

-Να καθήστε και σεις να πολεμήστε, να φυλάξουμε τα γυναικόπαιδα. Όλοι μαζί. Να σώσουμε τη πατρίδα... [...]

Κατακοκκίνησε από το κακό του ο Ντεληγιάννης. Το ζουλάπι! Ετόλμησε να βρίση το βεκέληντου Μόρια, τον άρχοντα. Μα λούφαξε. Ήταν μόνος του. Κι ως έφτασαν οι άλλοι [...] αγρίεψε μεμιάς ο Κανέλλος κι άναξε να κτυοήση τον πολεμιστή. Του κάρφωσε άλλος πολεμιστής την πιστόλα στην πλάτη, τράβηξε. Έπιασε μόνο το καψούλι. Γλύτωσε ο Κανελλος.

-"Αφού δεν έπιασε, χαλάλι σου". Έβαλε την πιστόλα στο σιλάχι του ο πολεμιστής. [...]

Έφταναν οι άλλοι αρχόντοι.

-"Φεύγα θα σε σκοτώσουν". Τον έσπρωχναν οι Βραχνιώτες τον πολεμιστή να φύγη.

-Οχι... Γιατί; Πώς; Από πού να φύγω;

-Ανακάλεσε και πέσε στα πόδια του Κανέλλου να γλυτώσης...

-Του Κανέλλου!... Αν τότε... Για ποια λευτεριά πολεμάμε και χανόμαστε... Για να προσκυνάμε ακόμα το θράσιο Κανέλλο, που δεν ξέρει από πού βγαίνει ο ήλιος και πως βγαίνει το ψωμί;..."

Του έπεσαν όλοι οι αρχόντοι απάνου [...] σωματοφύλακες και υπερέτες τους.

"Το ξύλο, το οποίον υπέφερε από τους μισθοφόρους και τους ραβδισμούς [...] είναι απέριγραπτον" γράφει στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος.

Τον έσερναν όλοι μαζί να τον κρεμάσουν στη μουριά [...] ,Ε πολλά παρακάλια και προσκυνήματα των παπάδων κινητών γέρων καταδέχτηκαννοι βαρειές αρχόντισσες να τους τον χαρίσουν. Με τ' αζημίωτο όμως. Πήραν 40 ζώα του χωριού για να παν Στ' Ανάπλι.

Κι ο Μπραΐμης ανάγυρα εζωνε κι έψαχνε τον τόπο να βρή να σφάξη τα γυναικόπαιδα.

Οι αρχόντοι καβάλησαν κι έφυγαν. Στο Σόλο τους βγήκαν μπροστά ο Νικολάκης Σολιώτης κι ο Αναστάσης κι ο Αναστάσης Χαραλάμπης. 

-Που πάτε αρχηγοί; 

-Στ' Ανάπλι...

-Εκεί είναι καζίνα και μπιλιάρδα... 

Δε μίλησαν. 

-Κι εμείς οι άλλοι. Η πατρίδα; Ο λαός; ... Γυρίστε πίσω να πάτε στο Μέγα Σπήλαιο τους δικούς σας, που είναι και οι δικοί μας και σεις να μείνετε να πολεμήσουμε τον Μπραΐμη. 

-"Τέτοια ονειροπολήματα και παραλογισμούς έλεγαν", γράφει ο Δ. Δεληγιάννης.

Έφτασε και μια επιτροπή από τα χωριά. Τους μίλησαν, τους παρακάλεσαν, τους απείλησαν.

-Θα δειλιάση, θα τσακίση ο κόσμος, θα σκύψη και θα προσκυνήση, άμα φύγετε σεις οι αρχηγοί, οι κεφαλές... [...] Μη φεύγετε...

-Παμε τα γυναικόπαιδα Στ' Ανάπλι. 

-Σύρετε στο Μέγα Σπήλαιο... Και σεις, αν δειλιάσετε και δε θέλετε να μείνετε να πολεμήστε, πηγαίνετε Στ' Ανάπλι... Αλλιώς θα σας αναγκάσουμε με τη βία. 

Ήθελαν τα γυναικόπαιδα στο Μέγα Σπήλαιο για να εμποδίσουν κάθε προδοσία.

Στάθηκαν πενήντα μαχητές μπροστά.

-Πίσω στο Μέγα Σπήλαιο...

Έσπρωξε μπροστά τις γυναίκες ο Ντεληγιάννης με τα παιδιά στις αγκαλιές τους. Σίγουρος πως τα παλληκάρια δε θα έρριχναν. Πίσω οι μισθοφόροι. Κι ως προχώρησαν τα γυναικόπαιδα. 

-Απάνου τους, κτυπάτε σου ψαχνό, διέταξε. Κι έσπρωχνε τις γυναίκες να προχωρούν και να φωνάζουν. 

Μητέρες με τα βρέφη και σάκκους ζαλιά, αλογομούλαρα, παιδιά κρεμασμένα σαν κοτόπουλα στα σαμάρια, γρηές στριμώχνονταν, πήχτρα να περάσουν. 

Είδαν οι μαχητές τις μάνες, τα παιδιά, λυπήθηκαν τους άφησαν. 

-Στο ανάθεμα φιλοτόμαροι, παραδόπιστοι, τσιοτήδες!... Κι εδώ να μείνετε θα δειλάστε και θα προσκυνήστε...

Πέρασαν, έφτασαν μ' όλα τους τα πολύτιμα κινητά, τα γεμάτα κεμέρια, τους δικούς τους στ' Ανάπλι. Βγήκαν εκεί ασφάλεια κι άνεση. 

Ο Μπραΐμης αφέθη λεύτερος κι απερίσπαστος να σφάζη, να καίη και να σκλαβώνη...


Το κείμενο μεταφέρθηκε στο πολυτονικό σύστημα κρατώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.





Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Δημοτικά τραγούδια του χάρου με δώδεκα ξυλογραφίες του Γ. Οικονομίδη




Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου Κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουμε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοί ξεμάρτωτοι, κ' οι νιαίς ξεστολισμέναις,
και των μαμάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.

Πόσα στόματα τα τραγούδησαν, πόσες πονεμένες ψυχές τα μοιράστηκαν, πόσες γενιές τα κληρονόμησαν η μία στην άλλη και πόσοι λαογράφοι, συγγραφείς, άνθρωποι που αγάπησαν τον τόπο τα συγκέντρωσαν και τα έβαλαν στο χαρτί! Όχι μόνο τα συγκεκριμένα δώδεκα δημοτικά τραγούδια του χάρου αλλά όλο το δημοτικό τραγούδι. Κάπως έτσι φαντάζομαι θα έγινε και με όλο το αντίστοιχο δημοτικό και παραδοσιακό τραγούδι και άλλων τόπων. Γιατί κάθε λαός διαφορετικά μπορεί να εκφράζεται αλλά ο πόνος είναι ένας και η αξία της παράδοσής του είναι μοναδική. Κι όλα αυτά δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα σκεπάσει η "κορακίστικη γλώσσα" της μιας και μοναδικής γλώσσας που τείνει να μας επιβληθεί. Εμείς σε αυτή τη γωνιά οφείλουμε να διασώσουμε τη δική μας και οι λαοί σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου τη δική τους. 

Κάπως έτσι κι ο επιμελητής της έκδοσης βρήκε στο περιοδικό "Ελληνικά Γράμματα" του Κωστή Μπαστιά το 1929 πέντε από αυτά με ξυλογραφίες του Γιάννη Οικονομίδη, που κι αυτός με τη σειρά του τα είχε βρει από τη συλλογή του Γιάννη Σκαρίμπα για τα δημοτικά τραγούδια. Στα αρχεία του χαράκτη μετά από έρευνα βρέθηκαν άλλες δύο πρωτότυπες ξυλογραφίες η μία ανυπόγραφη η άλλη υπογεγραμμένη που μας ενημερώνει ότι τουλάχιστον από το 1923 ο χαράκτης εργαζόταν πάνω στα δημοτικά μας τραγούδια. Επτά τα τραγούδια λοιπόν και δέκα οι ξυλογραφίες. Και τα χρόνια να περνούν. Νέοι θάνατοι κληρονόμων, νέες έρευνες, καινούριοι φάκελοι ανοίγουν και αποκαλύπτουν στοιχεία που ταυτοποιούνται με παλιότερα δεκάδων ετών πριν.  Τελευταίο πρόβλημα η κατάσταση των σκεβρωμένων ξυλογραφιών που ξεπεράστηκε κι αυτό. Και κάπως έτσι τυπώνεται αυτός ο θησαυρός μετά από αναζήτηση χρόνων. Διάφοροι άνθρωποι, συγγενείς, ερευνητές, τυπογράφοι, επιμελητές, μεταφραστές, φιλόλογοι, χαράκτες μας χάρισαν αυτό το δώρο σε μόλις πεντακόσια αριθμημένα αντίτυπα και άλλα εκατόν πενήντα εκτός εμπορίου. Ένα από αυτά (εξαντλημένη τώρα πια η έκδοση) έφτασε δύο δεκαετίες μετά την έκδοση της σε μορφή πολύτιμου δώρου στα χέρια μου... 

Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνεις μοιρολόγι
γιατί δειπνάει ο Χάροντας, με τη Χαρόντισσα του. 
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι άκουσα τη φωνούλα σου κ' εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ' 'ς τους αποθαμένους,
καίει των νυφάδων τα χρυσά, των νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο χάρος με τα με, 'ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, ταχείλι μου φαρμάκι.





Δημοτικά τραγούδια του χάρου με δώδεκα ξυλογραφίες του Γ. Οικονομίδη, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ & ΔΙΑΤΤΩΝ, Αθήνα 2003, επιμέλεια Ανδρέα Δεληβορριά.

Διαβάστε ακόμα:




Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945): Ένας ακούραστος εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων!






Κάποτε οι άνθρωποι των γραμμάτων, αφού πρώτα είχαν εξηγήσει τι είναι η Αισθητική έγραφαν τα Αισθητικά και τα Κριτικά τους κείμενα. Μεγάλη υπόθεση! Ήταν μια ευγενής άμιλλα για να ανυψωθεί πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο των ίδιων και κατά συνέπεια του λαού. Υπήρχαν πολλοί μάστορες σε όλο αυτό με μεγαλύτερο ίσως όλων τον μπάρμπα Κώστα Βάρναλη! Από τις χιλιάδες σελίδες που μας έχει αφήσει κληρονομιά ξεχωρίζουν οι πλούσιες κριτικές του απόψεις για ένα σωρό διανοούμενους, εργάτες των γραμμάτων, γραφιάδες, ερευνητές, ποιητές, επαναστάτες των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, αρχαίους συγγραφείς και τραγωδούς. Απίστευτα πράγματα! Πλούτος ανεκτίμητος! Που αν εκτιμηθεί και δωθεί απλόχερα στο λαό μας θα ξυπνήσει μονομιάς και θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς, όπως έγραψε στη μπάλαντα του κυρ Μένιου κι ο ίδιος...

Τα "φύλλα" με χαρά και περηφάνια παρουσιάζουν την κριτική του για αυτόν τον ακούραστο εργάτη των γραμμάτων Γιάννη Βλαχογιάννη μέσα από την πένα του Κώστα Βάρναλη!

Ενας σημαντικός εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων ο Γιάννης Βλαχογιάννης (ψευτόνομα: Γιάννης Επαχτίτης [...]. Πεζογράφος, ποιητής, ιστοριοδίφης απ' τους καλύτερους της περασμένης γενιάς. 

Είταν όχι μονάχα ένας από τους πρώτους αγωνιστές του "στρατευμένου δημοτικισμού" της εποχής εκείνης [...]. Μπορεί στην ποίηση - που γρήγορα την παράτησε - να μην ανέβηκε πολύ [...], όμως σαν ερευνητής, συλλέκτης κ' εκδότης παλαιών ιστορικών εγγράφων, που αναφέρονται κυρίως στην ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του Εικοσιένα, πρόφερ' ανεχτίμητες υπηρεσίες στο έθνος ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα του νεοελληνικού λόγου, κείμενο αξεπέραστο στο ύφος στο ήθος και στην αλήθεια: τ' απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη [...].

Εννοείται, πως δεν είναι μονάχα τουτ' η προσφορά του Βλαχογιάννη.

Μας έδωσε κι άλλα ιστορικά κείμενα γραμμένα από αγωνιστές του μεγάλου Σηκωμού του λαού ενάντια στους τυράννους του.

Ο Βλαχογιάννης είχε πάθος για την Επανάσταση του Εικοσιένα. Και για τα ιστορικά έγγραφα, που τα μάζευε από τα μαγαζιά της Αγοράς, όπου το Κράτος μη ξέροντας τι να τα κάνει και που να τα βάλει τα πούλησε με την οκά για χαρτί περιτυλίγματος. Κι ο Βλαχογιάννης έπεσε πάνου, τα 'βρισκε, τ' αγόραζε κ' είχε μ' αυτόν τον τρόπο καταρτίσει μια πλουσιότατη συλλογή, που την εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε. 

Τέτοια εγκληματική αδιαφορία του επίσημου κράτους για τα πολυτιμ' αυτά χαρτιά του έθνους, που τα πούλησε με την οκά, μας κάνει εντύπωση τα τότε. Αλλ' ας μη γελιόμαστε. Η εχθρική στάση, που πήρε το επίσημο κράτος και ανώτατοι πνευματικοί οργανισμοί αντίκρια στον πρόσφατο αγώνα του ελληνικού λαού (εννοεί την Εθνική Αντίσταση 1941-1944) ενάντια στους ξένους καταχτητές, μας δείχνει κατά έναν τρόπο πως και τότε τα ίδια γινόντανε. Και τότες είχε πολεμήσει ο λαός, αλλά τον καβάλησαν οι παλιοί αφέντες(Φαναριώτες καί κοτσαμπάσηδες) και πως ύστερα από τόσην αιματοχυσία δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα στην Ελλάδα παρά μονάχα ο εχθρός. Επομένως η τότε γραφειοκρατία περιφρονούσε τον Αγώνα και τους αγωνιστές -και πολύ φυσικά τύλιγε με τα έγγραφ' ας πούμε, του Ανδρούτσου, σαρδέλες και τουλουμοτύρι. Όπως ακριβώς και σήμερα το Αρχείο του Αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, που έπεσε στα χέρια του κράτους, κινδυνεύει να πάρει αργά ή γρήγορα το δρόμο της σαρδέλας ή της φωτιάς. Αυτό συνηθίζεται πάντα, όταν άλλοι πολεμούν κι άλλοι νικούν. Όταν πολεμάει ο λαός και νικούν οι αφέντες του!

Ο Βλαχογιάννης θα μείνει στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην ιστορική μνήμη πρώτα σα μάστορας της δημοτικής [...] και σαν εκδότης ιστορικών κειμένων, που η σημασία τους η ιστορική είναι μεγάλη κ' η αξία τους η λογοτεχνική (όπως συμβαίνει με τ' "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη) μοναδική στο είδος της. [...]

Ένας άλλος Βλαχογιάννης θα χρειαστεί και μεθαύριο για τον Αγώνα του λαού σε βουνά και πολιτείες στη φριχτή περίοδο του 40-41.

Ο Βλαχογιάννης στάθηκε στον καιρό του όχι μονάχα θαυμαστής της Επανάστασης του παρά κι ο ίδιος ένας επαναστάτης. Επαναστάτης -αστός, που πολεμησε μαζί με τόσους άλλους πνευματικούς "ήρωες" (τον Ψυχάρη, τον Πάλλη, τον Παλαμά κλπ.) για τη μόρφωση του λαού. [...]

Όμως η επαναστατικότητα κι αυτουνού και των συμπολεμιστάδων του σταματούσε στο Εικοσιένα. Κανένας τους δεν μπορούσε να παραδεχτεί, πως ύστερα απ' το Εικοσιένα μπορούσε να γίνει άλλη επανάσταση του λαού. Και κάθε φορά που του δόθηκε η ευκαιρία, ο Βλαχογιάννης ξεσπάθωσε με τη γνωστή ρουμελιώτικη ορμητικότητα "υπέρ της τάξεως". Αλλ' εμείς θα πάρουμε από το έργο του μαθήματα, που βοηθάνε το λαό να προχωρήσει μπροστά και να ξαναβρεί τη χαμένη του λευτεριά. Κι όλα τ' άλλα τα ζαβά του θανάτου τα συχωρέσουμε -του αξίζει. 

Του αξίζει προ πάντος η τιμή κ' η ευγνωμοσύνη του Λαού.


Κώστας Βάρναλης: ΑΠΑΝΤΑ, δεύτερος τόμος, Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

28.2.2025




-Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! Ο Μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μοσκόβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε• και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το τομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται• τον γελάνε εκείνοι που τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι ετούτη, όπου θα χαθή το βασίλειον μας. Πλερώνουμε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήσει κανένας το μυστικό, να μάθωμε  μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμεις. Δι' αυτό πλερώνουμε και παλουκώνουμε και σκοτώνουμε και αλήθεια πότε δεν μάθαμε...

Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Διονύσιος Σολωμός: Οι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ του στο Μεσολόγγι, το Στάλινγκραντ και τώρα πια στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη...




Στο "Μισολόγγι" η δύναμη της θέλησης που μάταια προσπαθούν να την καταβάλουν τρομαχτικές δοκιμασίες.

(Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα)

Η δύναμη της θέλησης και του δίκιου ήταν και είναι πάντα αυτές οι κινητήριες δυνάμεις που γύριζαν και γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας προς την πρόοδο του ανθρώπου. Εκεί που πρόοδος σημαίνει ελευθερία. Και εκεί πάντα έπεφταν τρομαχτικές δυνάμεις να εμποδίσουν αυτή την πορεία.

Οι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και για τη Γάζα και για τη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης. Ο ποιητής είδε σωστά! "Έζησε" την τραγωδία των ανθρώπων του Μεσολογγίου. 

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει•
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε• 

Αυτή η τραγωδία της ανθρώπινης ιστορίας επαναλήφθηκε έναν αιώνα και κάτι μετά στο Στάλινγκραντ. Εκεί που ο Κόκκινος Στρατός και οι ηρωικοί κάτοικοι του έκαναν μια διαφορετική έξοδο που πήρε φαλάγγι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, έως το σπίτι τους, τους πολιορκητές. Ο ίδιος κλοιός, αδιαπέραστος στα μάτια των ισχυρών, διαπεράστηκε και στη Γάζα... 

Εχαμογέλασε πίκρα κι ουλεθενέ κοιτάζει•
κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν:
"Εκεί 'ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου•
με τ' άρματ' όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή 'πε: "Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολημένος•
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμενος•
παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, καλέ, χαρά σου!
Άκου, νησιά στεριές της γης, έμαθαν τ' όνομά σου!
[...]
Δρόμο αστραφτά να σχίσω τους εχθρούς καλά θρεμμένους,
σ' εχθρούς πολλούς, πολλ'άξιους, πολλά φαρμακωμένους•
να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδαρι•
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.

Έναν παγκόσμιο τύπο του ελεύθερου πολιορκημένου σχεδίασε ο Σολωμός. Ενός στρατευμένου ανθρώπου στο όνομα και στην αρετή της Ελευθερίας. Στο όνομα της τόλμης. Μια και μόνη έξοδο είχαν οι δεσμώτες των περιοχών αυτών. Όταν μέσα σε αυτό το μαρτύριο έβλεπαν κάθε μέρα πρόσωπο με πρόσωπο τον θάνατο, από τα σπαθιά, τα κανόνια, τις σφαίρες, την πείνα, τότε βγαίνει ολόψυχα από μέσα τους το όραμα της επόμενης ελεύθερης μέρας. Και τότε είναι η στιγμή του μεγάλου ανθρώπου. Του πολεμιστή του Μεσολογγίου. Της μάνας του Στάλινγκραντ. Του παιδιού της Γάζας. Όλων των Γιγάντων Λαών που αγαπούν την Ελευθερία. Που θέλουν το χώμα τους να μείνει πατρικό, για μισητό ποδάρι.

Οι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ μας δείχνουν σε τι ύψος έφτασε ο Σολωμός, δηλαδή σε τι ύψος έφτασαν οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου. Όταν οι άνθρωποι φτάνουν σε τέτοιο μεγαλείο τότε και ο κόσμος των Ιδεών μεγαλουργεί!

Γιατί τα λόγια της παλαιστίνιας γυναίκας και μάνας που με τόσο πάθος αποτυπώθηκαν στην καμερα μετά την εκεχειρία:

Θα μαζέψουμε τα συντρίμμια! Θα ξαναχτίσουμε τη Γάζα και θα την κάνουμε πιο όμορφη! Αυτή εδώ δίπλα μου είναι η κόρη ενός μάρτυρα και η αδερφή της.  Δίπλα μου είναι ένας ηλικιωμένος κι ένας νέος άντρας. Όλοι μαζί θα την ξαναχτίσουμε και θα γίνει καλύτερη από πριν.  Η Γάζα είναι μέσα μας. Εμείς είμαστε αυτοί που παραμείναμε ακλόνητοι εδώ και αντέξαμε. Κανένας τους δεν κατόρθωσε τίποτα. Ούτε οι ηγέτες ούτε κάποια άλλη χώρα. Το αληθινό κατόρθωμα είναι εδώ. Αυτοί που τα κατάφεραν είμαι εγώ, αυτή και αυτοί και είμαστε περήφανοι. 

...είναι τα λόγια του Σολωμού για την μεσολογγίτισσα γυναικα και μάνα. Την εξυψώνει μέσα στο έργο του... Γιατί είναι ένα οικουμενικό έργο...

"Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ' το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για δροσιά, μία απ' αυτές, η νεώτερη, επήγε να κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: "Όχι, παιδί μου• άφησε να μπει μυρωδιά από τα φαγητά• είναι χρεία να συνηθίσουμε.".

Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνόταν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. 

Και η πρώτη είπε: "Και το αεράκι μας πολεμάει".

Μια άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.

Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της. 

[...]

Κι αφού όλες εδηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα". Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχίσει. 

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρονται θαυμαστά• αυτές είναι μεγαλόψυχες και λέμε ότι μαθαίνουν από μας• δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.





Τα αποσπάσματα μεταφέρθηκαν στο πολυτονικό σύστημα κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου και είναι από το βιβλίο των εκδόσεων "στιγμή" σε επιμέλεια Στυλιανού Αλεξίου.




Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Λογοτεχνικές λεπτομέρειες #4: Για τους λάτρεις του Λουίς Σεπούλβεδα...




Ω Κάρμεν Γιάνιες! Ώστε εσύ ήσουν λοιπόν η μελαχρινή! Κι εσύ Μάρσια Εσκαντλεμπέρι! Ώστε εσύ ήσουν η ξανθιά! Εσείς, μεγάλες γυναίκες που επιβιώσατε από την περιβόητη βίλα Γκριμάλντι... Εκεί που ο ανθός του χιλιανού λαού και της χιλιανής νεολαίας, πέντε χιλιάδες άνθρωποι, βασανίστηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο από μια συμμορία ακροδεξιών που η μόνη ηθική τους ήταν τα όπλα. Από εκεί που κάποιοι ακόμα αγνοούνται...

Σκαλίζοντας πάντα σε παλιότερες σπάνιες κι εξαντλημένες εκδόσεις έπεφτα πάνω σε θησαυρούς που στη συνέχεια γίνονται αυτή η ωραία ενότητα των "λογοτεχνικών λεπτομερειών" που τόσο αγαπώ! Αυτή τη φορά όμως, σαν το λουλούδι την άνοιξη, εμφανίστηκε μπροστά μου σε μια καινούργια έκδοση αυτή η συγκινητική λεπτομέρεια! Μου εμφανίστηκαν με τα πλήρη ονόματά τους αυτές οι δύο υπέροχες γυναίκες! Αυτές οι τόσο δυνατές κι αποφασισμένος γυναίκες του Γίγαντα χιλιανού Λαού! Αυτές που ύμνησε ο σύντροφος της Κάρμεν, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και παραμυθάς της Χιλής Λουίς Σεπούλβεδα, στο διήγημα με τίτλο "Η ξανθιά και η μελαχρινή" που βρίσκεται στο καλύτερο βιβλίο του "Χρονικά του περιθωρίου".

Κάρμεν, δεν ήξερες ποια ήταν δίπλα σου σε αυτή τη δοκιμασία. Μόνο τα σώματα η μία της άλλης φροντίζατε και αγκαλιάζατε μετά τα ηλεκτροσόκ και ότι άλλο σκαρφίζονταν οι τύραννοι για να λυγίσετε εσείς οι αλύγιστες! Σαν τις δικές μας εξόριστες και φυλακισμένες αγωνίστριες. Σαν τους δικούς μας Μακρονησιώτες...

Είχα φυλάξει ένα παλιό απόκομμα εφημερίδας από την εποχή της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αγιέντε [...]. Έδειχνε τη φωτογραφία μιας όμορφης νεαρής δημοσιογράφου [...]. Την είχα κρατήσει, αφού πρώτα διάβασα τ' όνομα της στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, και από τότε την έχω πάντα μαζί μου, ανάμεσα στις φωτογραφίες και τις αναμνήσεις μου.

Η γυναίκα στη φωτογραφία ήταν η Μάρσια Εσκαντλεμπέρι, η γυναίκα που είχα γνωρίσει στη διαβόητη βίλα Γκριμάλντι [...] που δημιούργησε ο Πινοτσέτ.

Στην εξορία, ρώτησα πολλές φορές όσους πίστευα ότι μπορεί να γνώριζαν κάτι για τη Μάρσια, αλλά ποτέ δεν πήρα πληροφορία. [...] Τελευταία φορά που είχα δει τη Μάρσια ήταν -τραυματισμένη και μες στα αίματα- σ' εκείνον τον υγρό, δύσοσμο τόπο βασανιστηρίων μαζί μ' άλλες γυναίκες. 

Άρχισα εκ νέου την αναζήτηση της Μάρσια. [...] Υπάρχουν δεσμοί αίματος που, σε στιγμές αλληλεγγύης, ενώνουν άντρες και γυναίκες για πάντα. Με είχε εντυπωσιάσει το σθένος της απέναντι στους βασανιστές της και η θέληση της να ζήσει.

Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνό σου Κάρμεν! Από την άλλη μεριά της γραμμής ήταν αυτή!

"Γεια σου, Κάρμεν", είπε μια γλυκιά, χιλιανής φωνή. "Γεια σου" απάντησα έκπληκτη, "ποια είσαι;" . Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, μου λέει: "Είμαι η Μάρσια". Δεδομένου του τόπου, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν η μία και μοναδική Μάρσια [...] Ποια άλλη Μάρσια θα μου μιλούσε με τέτοια οικειότητα, παρά τα τόσα χρόνια που είχαμε να βρεθούμε;

"Πως είσαι; Που είσαι; Μπορώ να σε δω;" οι ερωτήσεις όρμησαν σα χείμαρρος. 

"Μα, φυσικά καλή μου" μου λέει η Μάρσια με τη γαλήνη και γλυκιά φωνή της. Βρίσκομαι στο λόμπι του ξενοδοχείου σου. [...]

Κατέβηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με την καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει. Η Μάρσια ήταν εκεί. [...]

Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, σαν να ήμαστε φίλες μια ολόκληρη ζωή. Όποιος μας παρακολουθούσε θα το θεωρούσε δεδομένο. Είχαμε βρεθεί μαζί, τόσο κοντά στο θάνατο, κι αυτό δημιουργεί πάντα αόρατους δεσμούς αγάπης και άρρηκτης αλληλεγγύης. 

Λίγες μέρες αργότερα, ο Λούτσο (εννοεί τον Λουίς Σεπούλβεδα) θα αποτύπωνε σ' ένα όμορφο κείμενο τη μοναδική και φανταστική ιστορία μας. "Η ξανθιά και η μελαχρινή". 

Συνάντησα τη Μάρσια το 1997, στη Βενετία, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, και μετά από είκοσι τρεις ολόκληρα χρόνια, αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε. Είχαμε επιβιώσει! 

Αυτές ήταν και είναι λοιπόν οι δύο γυναίκες, η ξανθιά και η μελαχρινή. Κι αυτό το χρωστάμε στο εξαιρετικό βιβλίο (τι άλλωστε διαφορετικό θα μπορούσε να ήταν) της Κάρμεν Γιάνιες: ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΧΡΟΝΟ. Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ, από τις εκδόσεις opera. Ένα βιβλίο και μια λεπτομέρεια που μακάρι να μην είχαμε μάθει ποτέ. Γιατί αφορμή αυτό του βιβλίου ήταν ο θάνατος του Λουίς Σεπούλβεδα τον Απρίλη του 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημίας.  

(Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο σε μετάφραση των: Μαρία Αθανασίου, Θεώνης Κάμπρα, Αλίκης Μανωλά, Ιφιγένειας Ντούμη, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου)

Η ξανθιά και η μελαχρινή (του Λουίς Σεπούλβεδα)

Τις βλέπω να περνούν στους δρόμους της Βενετίας, και κάνω δύο βήματα μπρος ή πίσω για να τις δω καλύτερα, για να τις χορτάσω, γιατί είναι όμορφες και γεμίζουν το φθινοπωρινό βράδυ με αυτή την ξεχωριστή ομορφιά που χαρίζουν τα σαράντα πέντε χρόνια τους - μια ομορφιά που ωρίμασε μέσα σε χαρές και βάσανα. μέσα σε έρωτες που ρουφήχτηκαν μέχρι την τελευταία γουλιά, και μέσα σε ταραχές που ποτέ δε σβήνουν.

Δε γνωρίστηκαν ούτε σε κάποιο πάρκο ούτε σε κάποιο χορό, αλλά στα μπουντρούμια ενός ζοφερού στρατοπέδου που λέγεται Βίλα Γκριμάλντι και κατέχει δικαιωματικά περίοπτη θέση στο διεθνή κατάλογο της φρίκης και της ατιμίας. 

Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν τη μελαχρινή έξω από το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες, και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.

Σήμερα, η μελαχρινή κοιτάζει τον ήλιο που καθρεφτίζεται στα κανάλια, και χαμογελά

Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν την ξανθιά έξω απ' το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της και τη φωτογραφία του δολοφονημένου άντρα της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.

Σήμερα, η ξανθιά κοιτάζει τα περιστέρια στην Πλατεία Αγίου Μάρκου και χαμογελά.

Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η μελαχρινή, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη μελανιές απ' τα χτυπήματα, καψίματα απ' τα ηλεκτρόδια. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».

Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η ξανθιά, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη σημάδια από τις μπότες, απ' το ηλεκτρικό βούνευρο. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».

Βέβαια, έκλαψαν κι οι δύο - για λίγο, γιατί οι ένδοξες γυναίκες της γενιάς μου και της Ιστορίας μου δεν αφήνουν τον πόνο να επιβληθεί σ' αυτά που έπρεπε να κάνουν: να οργανώσουν τη σιωπή, να μπερδέψουν την ένστολη αλητεία, ν' αντισταθούν.

Όταν ιδώθηκαν για πρώτη φορά κάτω απ' τον ισχυρότατο ήλιο των είκοσι πέντε βατ που φώτιζε περιοδικά το κελί, αγκαλιάστηκαν για να ζεσταθούν, κι αφού η μία περιποιήθηκε τις πληγές της άλλης, πέρασαν στην ανταλλαγή πληροφοριών για ό,τι είχαν προλάβει να δουν. «Πρέπει να 'μαστε σ' αυτό το μέρος», «Είδα να βγάζουν έξω δύο συντρόφισσες που δε σάλευαν», «Μην πιεις νερό μετά το ηλεκτρικό βούνευρο».

Απ' το «ματάκι» της πόρτας, οι δήμιοι τις έβλεπαν και τις νόμιζαν πεσμένες, και τις νόμιζαν χαμένες. Φουκαράδες! Πού να φανταστούν ότι αυτά τα δύο σώματα ήταν ένα πυρήνας Αντίστασης!

Σήμερα, θυμούνται πως κουβέντιαζαν και γι' άλλα πράγματα: «Σου 'τρεξε το ρίμελ» είπε η μελαχρινή, χαϊδεύοντας τα μαυρισμένα μάτια της ξανθιάς, «Χάλια είναι το κοκκινάδι σου» είπε η ξανθιά, χαϊδεύοντας τα χείλια της μελαχρινής. 

Ταξίδευαν απ' το κελί τους, κι ανάμεσα σε δύο βασανιστήρια, επισκέφτηκαν τη Ρώμη, το Λονδίνο, το Τολέδο, το Σάο Πάολο. Τραγούδησαν τραγούδια του Σερά και της Βιολέτα Πάρα. Απάγγειλαν ποιήματα του Νερούδα και του Αντόνιο Ματσιάδο. Μαγείρεψαν με συστατικά ευτυχισμένων αναμνήσεων. Η μελαχρινή ήταν ποιήτρια κι ήθελε να γίνει σπουδαία ποιήτρια. Η ξανθιά ήταν δημοσιογράφος κι ήθελε να γίνει σπουδαία δημοσιογράφος. 

Σήμερα, η Κάρμεν Γιάνιες, η μελαχρινή, βλέπει τα ποιήματά της να δημοσιεύονται στην Ισπανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ιταλία, και η Μάρσια Σκαμτελμπέρι, η ξανθιά, βλέπει τα άρθρα της να δημοσιεύονται σε πολλές γλώσσες.

Τις βλέπω να βαδίζουν (τι όμορφες που είναι!), κάνω ένα βήμα μπρος ή πίσω, και κάθε φορά μου φαίνονται όλο και πιο όμορφες, καθώς τα περιστέρια πιάνουν να πετούν στο πέρασμά τους και να γράφουν στον ουρανό «Γεια σας συντρόφισσες!» [...]. Εκείνες χαμογελούν και θυμούνται πως ένας ένστολος σατράπης της Βίλα Γκριμάλντι τις έλεγε «πουτάνες της άκρας αριστεράς» όταν του εξαντλούνταν το ρεπερτόριο με στρατιωτικές βρισιές.

Η μελαχρινή και η ξανθιά. Η Κάρμεν και η Μάρσια. Να τες: βαδίζουν με τη σίγουρη περπατησιά τους και την περηφάνια αυτού που τα 'παιξε όλα. Αυτά τα σώματα μιλούν γι' αγάπη, φυλάνε την αγάπη μην πέσει. Αυτά τα χείλια που σε προκαλούν να τα φιλήσεις, γόγγυξαν, αλλά δεν είπαν ούτε ένα όνομα ανθρώπου, δέντρου, ποταμού, βουνού, δάσους , δρόμου, λουλουδιού. Δεν είπαν τίποτα που θα μπορούσε να οδηγήσει κάπου τους δήμιους. Κι αυτά τα μάτια που λούζονται στο φως και φωτίζουν, έκλαψαν με αξιοπρέπεια τους νεκρούς μας. 

Ολάνθιστες μινιφορούσες της δεκαετίας του '70 που αναστάτωναν τις αίθουσες διδασκαλίας και τα ήθη, ανατροπείς του έρωτα και των ιδεολογιών, συντρόφισσες της ψυχής και της ελπίδας, με τι καμάρι σας κοιτάζω να περνάτε!

[Το διήγημα «Η ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΞΑΝΘΙΑ» βρίσκεται στο εξαιρετικο, ίσως το καλύτερο βιβλίο συλλογής διηγημάτων του Λουίς Σεπούλβεδα, «Χρονικά του περιθωρίου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «opera», σε μετάφραση πάντα του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Διαβάστε ακόμα:

Luis Sepulveda [1949-2020], τελευταίο ταξίδι για τον κόσμο στο τέλος του κόσμου...



Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Οδός Καρόλου...



Στη μνήμη του ευγενικού ανθρώπου από τον Λαύκο Νοτίου Πηλίου Στάθη Σφονδύλια...


Τότε, πέρασε οδηγώντας τη μηχανή του από την οδό Καρόλου στο κέντρο της Αθήνας. Αίμα μύριζε η γαλλοονομασμένη από τις ιμπεριαλιστικές σφαγές των αποικιοκρατών οδός. Στ' αριστερά του, στρατιές τοξικοεξαρτημένων αστέγων κοίτονταν χυμένοι μέσα στη βρομιά των πεζοδρομίων. Αίμα μύριζε από το δηλητήριο που χυνόταν στις φλέβες τους από το σουτάρισμα στις ζωές τους του κρατικού και παρακρατικού καπιταλισμού που τους θέλει νεκροζώντανους. Στ' αριστερά του πάλι, το άθλιο χουντοκτήριο που οι Ιταλοί διαφεντεύουν πια, αγοραζοντάς το μπιρ παρά, δεσπόζει με τη μιζέρια του στην περιοχή. Αίμα μύριζε, αίμα πενήντα επτά ανθρώπων από το κεφαλαιοκρατικό έγκλημα. Τότε, μια γνώριμη μυρωδιά που κατακλύζει την Αθήνα κάθε άνοιξη του ήρθε στα ρουθούνια. Ανάμεσα στα καυσαέρια χιλιάδων εξατμίσεων μια δόση μυρωδιάς από νερατζιά του ξύπνησε κάτι ανθρώπινο. Όσες φορές ξαναπέρασε δεν μπόρεσε να βρει αυτό το δέντρο... Αυτή η μυρωδιά του δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι η ζωή προχωρά παρόλο το αίμα που μύριζε όπου κι αν κοιτούσε σε αυτό το δρόμο. Ίσως από επάνω της ήθελε να πιαστεί. Να βρει ελπίδα στη ζωή... Από την ψευδαίσθηση αυτή ξύπνησε κοιτάζοντας προς το άνοιγμα της πλατείας Καραϊσκάκη. Το κόκκινο αιμάτινο χρώμα της δύσης στον ουρανό του θύμιζε σε κάθε τόνο ότι το αίμα, το άδικα χυμένο, είναι το βασικό συστατικό αυτού του σάπιου κόσμου. Ενώ το αίμα θα έπρεπε να είναι ο βασικός ζωοδότης. Ο ζωοδότης της χαράς... 

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Λογοτεχνικές λεπτομέρειες #3 : Για τους λάτρεις του Κωστή Παλαμά μέσα από τη ματιά του Νίκου Ζαχαριάδη...




Είναι αυτές οι μικρές λογοτεχνικές χαρές που ενώ για άλλους είναι ανεξήγητες σε εμάς δημιουργούν μια εσωτερική ευφορία κι ένα χαμόγελο για αυτή την ανακάλυψη στο χώρο των γραμμάτων..., έγραφα στις προηγούμενες λογοτεχνικές λεπτομέρειες!

Σαν σήμερα ήρθε στη ζωή αυτός ο Γίγαντας του Λαού μας ο Κωστής Παλαμάς. Τα "φύλλα" με τις μικρές τους δυνάμεις τον έχουν τιμήσει με κείμενα και ιστορίες τους. Οι λογοτεχνικές λεπτομέρειες είναι επίσης μια αγαπημένη σειρά αυτού του ιστολογίου. Σήμερα θα δούμε πως ο έγκλειστος στο Νταχάου της Κέρκυρας κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Ζαχαριάδης καταπιάστηκε και έφερε στο φως μέσα σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες τον "Αληθινό Παλαμά"... 





Η σημερινή επίσημη Ελλάδα αποφάσισε να στήσει την προτομή του Παλαμά στον Εθνικό Κήπο. Έτσι φτηνά και εύκολα πάνε να ξοφλήσουν με τον ποιητή, που η δημιουργία του στο πιο βαθύ και πιο πραγματικό νόημα της τόσο τους είναι ξένη και τόσο τη φοβούνται.

Όποιος έχει πολύ λίγο-πολύ γερό μάτι δε δυσκολεύεται διόλου να ξεδιαλύνει τους πραγματικούς σκοπούς της "χειρονομίας της προτομής". Η αντίδραση βιάζεται μια ώρα αρχήτερα να ξεφορτωθεί τον Παλαμά, να τον χώσει ζωντανό στον τάφο, να τον χώσει ζωντανό στον τάφο, να γλυτώσει απ' το βραχνά του. [...]

Δεν θέλουνε ν' αποκαλύψουμε στα πιο πλατιά λαϊκά στρώματα το αληθινό περιεχόμενο του παλαμικού έργου, γιατί ένα τέτοιο πράγμα δε συμφέρει στην πολυκέφαλη και πολύμορφη αντίδραση. Η μοναδική αξία για τον Παλαμά τιμή θα ήταν, κοντά στ' αλλά, και η κρατική έκδοση των απάντων του σε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και η πιο πλατιά εκλαΐκευση, με όλα τα μέσα, του έργου του. Αυτό το προτείνουμε εμείς, που έχουμε τις πιο μεγάλες ουσιαστικές και βάσιμες αντιρρήσεις για ορισμένες πλευρές του έργου του. Αυτό δείχνει ότι, παρ' όλες τις επιφυλάξεις μας, νιώθουμε πραγματικά το παλαμικό έργο και δεν το φοβόμαστε διόλου. Τις αρνητικές πλευρές του τις ξεπερνάνε κριτικά - δημιουργικά. Ενώ η πολυπρόσωπη αντίδραση μια τέτοια πρόταση ούτε θέλει να την ακούσει, γιατί μοναδική της έγνοια, είναι ν' αποκλείσει τον Παλαμά απ' τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου έθνους και να ξοφλήσει μαζί του με μερικές ρηχές φέστες και παράτες φτηνές. Οι αληθείς, που ξεπηδάν λαμπρές και κοφτερές από το καλύτερο μέρος του έργου του ποιητή, δεν πρέπει να φτάσουν στ' αφτιά του λαού.

Πούθε βγαίνει μια τόσο κατηγορηματική διαβεβαίωση και κατηγορία; Από το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι μέχρι σήμερα η επίσημη κι ανεπίσημη αντίδραση από το έργο του Παλαμά αγνόησε κάθετι που αναφέρεται στις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, στην αρνητική κριτική του θέση απέναντι στην αρχαιοελληνική και βυζαντινή κληρονομιά ( όπως τουλάχιστον μας την ερμηνεύει και μας τη διοχετεύει η αντίδραση αυτή), καθετί που αναφέρεται στη νεοελληνική εξέλιξη και κατάντια, στους οραματισμούς του για το παραπέρα ξετύλιγμα, όχι μονάχα του λαού μας μα και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτά τα επίκαιρα και ζωντανά προβλήματα, που το ειδικό τους βάρος είναι αυτό που κυριαρχεί και επιβάλλεται στην όλη παλαμική δημιουργία, και που ο ποιητής τα αντιμετωπίζει με λύσεις, που ξεφεύγουν από τα όρια της αντίδρασης[...] ανταποκρίνονται απόλυτα στα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου έθνους και του τόπου μας. [...]

Ακούραστος και πρωτοπόρος αγωνιστής για τη δημοτική, για τη γλώσσα του λαού. Μα αυτό, όπως είπαμε δε φτάνει. Και πραγματικά, αυτό δε λέει τίποτα [...] για το παλαμικό έργο. Σαν τεχνίτης είναι είναι ο πιο μεγάλος από τους σύγχρονους, αν όχι από όλους τους νεοέλληνες ποιητές. Μα και αυτό δεν φτάνει. Μπορεί ο Παλαμάς να μην έκφρασε πάντα σωστά τα πραγματικά του τόπου και του λαού συμφέροντα. Είναι αλήθεια ακόμα, οτι πολλές φορές έκανε το αντίθετο και γίνηκε φορέας των σωβινιστικών ιδεών και θεωριών. Όμως παρ' όλα αυτά, στο πιο σημαντικό και βαθύ περιεχόμενο του έργου του, στάθηκε ένας πρωτοπόρος λαϊκός εμψυχωτής, που έσπασε αντιδραστικά δεσμά και προλήψεις και φτερούγισε προς πιο πλατιούς λαϊκούς και πανανθρώπινους ορίζοντες. Ο Παλαμάς με το νυστέρι της μεγάλης τέχνης του και της καθάριας σκέψης του χάραξε καινούργιους δρόμους στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα, δρόμους προόδου και πολιτισμού.


ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

(γραμμένο στις φυλακές της Κέρκυρας από τις 20/11937 - 15/3/1937 και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1944 σε παράνομη έκδοση) 


Διαβάστε ακόμα: