Η λίστα ιστολογίων μου

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Η αυλή...



Και πάλι στον Γ. Σεραφίνο...


Κάθονταν στην αυλή. Για την ακρίβεια στο ταβερνάκι που φιλοξενούσε η παλιά αυτή η αυλή του κέντρου της Αθήνας στου Ψυρρή. Απολάμβαναν τη σκουρόχρωμη βαρελίσια ρετσίνα και χάζευαν τα δωμάτια, όμοια με αυτά, που τόσες φορές είχαν δει μικροί στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν τόσο στενή, που ο σερβιτόρος, πραγματικός σωσίας του ηθοποιού Στιβ Μακ Κουίν, ίσα που χωρούσε να κάνει το νευρικό του πέρασμα για να σερβίρει τους μεζέδες. Οι συναντήσεις τους σε καφενεία, όπως άλλωστε και οι περιπλανήσεις τους - ντεριβέ τις ονόμαζαν έτσι για να θυμηθούν τα αφελή καταστασιακά διαβάσματά τους πιτσιρικάδες - πάντα εκτός από πολιτική, η συζήτηση εκτεινόταν ακόμα πιο πολύ στη λογοτεχνία. Ήταν η κοινή τους αγάπη! Αμετανόητοι αναγνώστες! Πλάταιναν συνεχώς τους ορίζοντες τους παρακινώντας ο ένας τον άλλο! Πόσες φορές ήταν που, χαμογελώντας συνωμοτικά, άνοιγαν με τρόπο την τσάντα τους και έβγαζαν ένα μικρό εξαντλημένο θησαυρό, ένα διαμαντάκι που είχε παραπέσει σ' ένα σκονισμένο πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου και μοιράζονταν τη χαρά τους! Το ίδιο και με αυτά που έγραφαν. Με την ίδια αγωνία περίμεναν την απόκριση του φίλου τους! 

Χαζεύοντας λοιπόν την αυλή που κάθονταν, ο Γ. Σεραφίνος, που πρώτη φορά την επισκεπτόταν, μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά από τα τραγούδια που άκουγε κι από τη γλυκιά ρετσίνα, θυμήθηκε την αυλή που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα είκοσι πέντε του χρόνια ο μεγάλος στιχουργός της φτωχολογιάς. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος! Τους ήρθαν στο νου λοιπόν, τα δύο από τα πιο χαρακτηριστικά βιβλία για τη δεκαετία του '40 και τη ζωή του βασανισμένου λαού στο κέντρο της Αθήνας. «Τους παλιούς συμμαθητές και τον γλεντζέ που πίνει γάλα»... Κι όλα αυτά, με αφορμή την αυλή που έτρωγαν κι έπιναν, ενώ το βλέμμα και η φαντασία τους περιπλανιόταν στα καμιά δεκαπεντάρια δωματιάκια που μέσα τους πόνεσε και μάτωσε η φτωχολογιά... Μεταφέρθηκαν στην οδό Φωκαίας 18 στην πλατεία Κυριακού, που δουλικά ονομάστηκε πλατεία Βικτωρίας για να τιμήσει μια κάποια βασίλισσα της Αγγλίας, στην αυλή και στη γειτονιά που τόσο τραγουδήθηκε από τους στίχους του και διαβάστηκε μέσα από αυτά τα δύο ονειρικά του βιβλία... 

Αργότερα, γυρίζοντας σπίτι, θα άνοιγαν κι οι δύο την εισαγωγή του Αντώνη Σαμαράκη στο ένα από τα δύο βιβλία. Η αυλόπορτα της οδού Φωκαίας 18 άνοιγε δειλά δειλά...


Τον είχε βάλει στη σκάφη η μάνα του, να πάει καθαρός αύριο πρωί στην εκκλησία.

«Σιγά ρε μάνα, σιγά. Με το μαλακό. Εντάξει, είπαμε μα μπω πρωί πρωί στη σκάφη να μου ρίχνεις με την κατσαρόλα ζεστό νερό να πλυθώ αλλά όχι κι έτσι. Εσύ το ρίχνεις καυτό, με ζεμάτισες, γαμώτο!»

Του δίνει δυο γερές στον κώλο, του χώνει και μια τσιμπιά, μα τι τσιμπιά! Αρχίζει, λοιπόν. και αυτός, τσίτσιδος, να σουτάρει στη σκάφη ένα, δύο, τρία, τέσσερα σουτ, συρτά, γωνιακά. Πάει το νερό, «πλάτσα πλούτσα» χύνεται όλο έξω, μούσκεμα το σαρακοφαγωμένο ξύλινο πάτωμα. όλα αυτά στο ένα και μόνο δωματιάκι στη μικρή αυλή. άλλα εφτά δωμάτια γύρω γύρω, άλλες εφτά οικογένειες - η δική τους: ο Παναγιώτης, ο πατέρας, η Λίζα, η μάνα, ο Γιάννης. ο τέσσερα χρόνια μικρότερος αδερφός του και ο ίδιος.

Βέβαια, το δωμάτιο τους με την πόρτα ανοιχτή και τα άλλα δωμάτια σχεδόν πάντα το ίδιο. Το θεατράκι της αυλής είναι γεμάτο μέρα νύχτα, θεατές και ακροατές. Τα πάντα παίζονται δημόσια· ε, είναι και κάτι ώρες, εννοείται, ιδιαίτερες, που λένε· αλλάζει τότε το σκηνικό. Ειδάλλως, πόρτες και καρδιές ανοιχτές. [...]

Φωκαίας 18, εκεί που γεννήθηκε κι έζησε ως τα είκοσι πέντε του χρόνια. Σ' αυτόν το μικρό, στενό δρόμο που πιάνει από την Αριστοτέλους και τερματίζει στην Αλκιβιάδου. Δυο βήματα από την αρχή της Φωκαίας είναι η πλατεία Κυριακού, όπως λεγόταν τότε αυτή η όμορφη πλατεία της Αθήνας - αργότερα, μετονομάστηκε σε πλατεία Βικτωρίας για να τιμηθεί η εν λόγω βασίλισσα της Αγγλίας, παρόλο που δεν είχε καμιά σχέση με την Ελλάδα. Φωκαίας 18. Μια ψυχρή, απρόσωπη πολυκατοικία υψώνεται τώρα, πάει πια εκείνην η τόσο ζεστή ανθρώπινη, πού ανθρώπινη αυλή. Μονάχα στον ακάλυπτο χώρο πίσω από το υπόγειο μια μικρή αυλή, τρία επί τρία. Και πάνω από την αυλή, ο κοφτός αμείλικτος τοίχος της αντικρινής πολυκατοικίας. Μα, καλά, πως τα ήξερε όλα αυτά, αφού τόσα χρόνια έμενε αλλού, στην άλλη άκρη της Αθήνας; Ας είναι καλά ο Νησιώτης, ο παλιός συμμαθητής του στο Γυμνάσιο, το Β' Αρρένων Αθηνών, Χέυδεν και Αχαρνών. Πάτος στα μαθήματα ο Νησιώτης, πρώτος, όμως, στο μάθημα της μπάλας. Έξω αριστερά έπαιζε. [...]

Η αποστολή του ήταν να περνάει από την πολυκατοικία τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα, μη δει και νοικιάζεται ή πωλείται κανένα διαμέρισμα. Γιατί είχε το σχέδιο του: να ξαναμπεί επιτέλους στον ίδιο χώρο που γεννήθηκε κι έζησε τόσα χρόνια, χώρο αλλιώτικο πια, αλλά εκεί θα ξαναγινόταν παιδί, θα ξανάβρισκε το παιδί που είχε πάντα μείνει.

Η Ραία, η Υακίνθη, ο Νότης, ο γιος του από τον πρώτο του γάμο με τη Μάιρα, δεν είχαν ιδέα για το σχέδιο του. Μονάχα ο ίδιος θα πήγαινε στο κρησφύγετο του [...]

Οπότε, του τηλεφωνεί ένα απόγευμα ο Νησιώτης. « Επείγον, πρέπει να σε δω τώρα, σε περιμένω στο γνωστό καφενείο». Λοιπόν, θρίαμβος, νοικιάζεται για ένα χρόνο το υπόγειο, ένα δωμάτιο, χολ, μπάνιο, κουζινίτσα και μικρή αυλή δική του στον ακάλυπτο, δική του αποκλειστικά. Α, η είσοδος επί της Φωκαίας, ώστε κατευθείαν μέσα.

Πρεμιέρα απόψε. Η καρδιά του φτεροκοπάει από τη συγκίνηση. Δεν το πιστεύει ακόμα,

Το δωμάτιο δεν είναι τώρα άδειο, γεμίζει σιγά σιγάμε τις μνήμες από τα ωραία εκείνα χρόνια που ήταν παιδί. Την πόρτα που βγάζει στην αυλή την έχει βαφτίσει: «Εξώθυρα προς τη Φωκαίας». Στο τοίχο αριστερά, ψηλά, γράφει με μπικ:« Εδώ είναι η κληματαριά». Στο δεξί τοίχο, χαμηλά, γράφει<ς « Εδώ είναι η βρύση». Ολόγυρα του, τον περικυκλώνουν, αυτοί που έφυγαν από τούτη την άπονη ζωή.

Μια συγκίνηση κατέκλυσε τους δύο αναγνώστες. Έφταιγε η ρετσίνα; Έφταιγαν οι θύμισες που τους κατέκλυσαν για άλλη μια φορά διαβάζοντας την εισαγωγή αυτού του βιβλίου; Το όμορφο ήταν ότι σε αυτή την συνάντηση τους θυμήθηκαν αυτά τα δύο διαμαντάκια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Την ιστορία νεοελληνικής ζωής...

[Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα είναι από την εισαγωγή του βιβλίου του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα», μια συνέχεια του βιβλίου του ίδιου « Οι παλιοί συμμαθητές», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη και αξίζουν να διαβαστούν!]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου