Στη μνήμη της γιαγιάς μου Σωτηρίας...
Και στη Δάφνη, τον Χολ και τον Κώστα, την όμορφη παρέα του ταξιδιού...
Οι δύο μηχανές, με τους τρεις φίλους και τη μία φίλη, άφηναν με γρήγορη ταχύτητα το εξοχικό σπίτι των αυστριακών Άλπεων που τους φιλοξένησε για λίγες μέρες με κατεύθυνση το Σάλτσμπουργκ! Η γιαγιά που έμενε στο ισόγειο τους αποχαιρέτησε δίνοντας τους λίγα φρούτα από το περιβόλι της. Ο δρόμος που διέσχιζε μια πεδιάδα ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά με έλατα έδινε την ευκαιρία στον συνοδηγό να χαζεύει τη διαδρομή και να σκεφτεί τη δική του εν ζωή γιαγιά. Αυτές οι δύο γυναίκες έζησαν τα ίδια ταραγμένα χρόνια, Σε δύο διαφορετικές χώρες. Η αυστριακή γιαγιά άραγε θα υπέφερε την πείνα, την αγωνία, το θάνατο και τον πόλεμο όμοια με τη δική του γιαγιά;
Ήταν 6 Αυγούστου 2008. Αυτός αν και δεν πίστευε σε θρησκείες και χριστιανικές γιορτές, αν και απέφευγε τέτοιου είδους ευχές, κάθε χρόνο τέτοια μέρα της τηλεφωνούσε από τα πιο απίθανα μέρη που βρισκόταν για διακοπές! Από κάτι απομακρυσμένα νησιά συνήθως! Και πάντα της έλεγε μετά τις ευχές που την έκαναν να κλαίει, «Γιαγιά είμαι στο τάδε μέρος, το ξέρεις;». Φυσικά και δεν ήξερε κανένα απολύτως μέρος από όλα αυτά, οπότε αναγκαζόταν να της εξηγήσει που περίπου ήταν στο χάρτη της χώρας! Η γιαγιά του ήταν η κανονική γιαγιά εκείνης της εποχής που ήξερε μόνο τη χρονιά που είχε γεννηθεί (1920), ζούσε στο ίδιο μέρος μια ζωή κι επισκεπτόταν την Αθήνα με τα χίλια ζόρια κάθε Χριστούγεννα μετά από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα παρακάλια των εγγονιών της!
Έτσι λοιπόν κι εκείνη την έκτη Αυγούστου, από ένα πάρκινγκ που έκαναν στάση οι τρεις φίλοι και η μία φίλη κοντά στο Σάλτσμπουργκ που ήταν ο επόμενος προορισμός εκείνου του ταξιδιού, της τηλεφώνησε!
-Γιαγιά!
Αμέσως τον κατάλαβε!
-Χρυσό μου αγόρι!
Στο «χρυσό μου αγόρι» λύγισε... Της είπε χρόνια πολλά κι η γιαγιά όπως κάθε φορά που την έπαιρνε τηλέφωνο έκλαιγε από συγκίνηση... Φυσικά στη συνέχεια ο διάλογος πήρε πάλι τη συνηθισμένη εκτοαυγουστιάτικη τροπή! Της είπε ότι ήταν στην Αυστρία!
-Ξέρεις που είναι γιαγιά;
-Όχι!
Έλα ντε! Τι της έλεγε!
-Μια χώρα δίπλα στη Γερμανία!
Η λέξη Γερμανία μπορεί και να μην της πολυάρεσε... Του είχε διηγηθεί άσχημες ιστορίες για ανθρώπους που είχε δει κρεμασμένους στη γειτονιά της όταν ήταν είκοσι κάτι χρονών κορίτσι...
Όση ώρα συζητούσαν το μυαλό του είχε κολλήσει εκεί... Στο «Χρυσό μου αγόρι»... Κι όταν το τηλεφώνημα τελείωσε και πλησίασε τους φίλους του προσπάθησε να κρύψει τη συγκίνησή του... Να το κατάφερε άραγε; Μάλλον...
Ανέβηκαν στις μηχανές. Σε μία ώρα θα έφταναν. Αλλά όλη αυτή την ώρα το υπέροχο τοπίο είχε σβήσει, τα έλατα έπαιρναν τη μορφή του μοσχομυριστού από τους φυτεμένους δυόσμους περιβολιού της γιαγιάς του, στα σύγχρονα σπίτια έβλεπε το φτωχικό αλλά όμορφο σπίτι με την τσίγκινη στέγη που έχτισε δωμάτιο δωμάτιο ο παππούς κι ο προπάππους του, στον τέλεια ασφαλτοστρωμένο δρόμο το μικρό χωμάτινο στενάκι που τα καλοκαίρια έπαιζε και στις επιβλητικές εισόδους των σπιτιών την ταπεινή αλλά τόσο όμορφη γκρι εξώπορτα με τα δυο σκαλάκια που καθόταν η γιαγιά του τα βράδια και μιλούσε με τις γειτόνισσές της...
Και η φωνή της να του λέει «Χρυσό μου αγόρι» στριφογύριζε στο κεφάλι του κι έκανε το τοπίο θολό... Ευτυχώς που φορούσε κράνος κι ένιωθε λες και ήταν σ' ένα απομονωμένο και προστατευμένο ενυδρείο... Από αυτό το περιβάλλον ξεχύθηκαν αργότερα το ίδιο βράδυ στο χαρτί αυτά τα λίγα λόγια... Κι αφού δεν της τα έδειξε ποτέ της τα αφήνει εδώ τώρα...
«Χρυσό μου αγόρι»,
μου είπε
αυτή που μ' αγαπάει τόσο,
κι εγώ που την αγαπώ
έκλαψα·
αυτή
που όταν μπορούσα εύκολα να σπάσω
-μια σταλιά ήμουν,
ένα εύθραυστο πλάσμα-
με πρόσεχε.
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι
ήμουν δικός της,
το τέταρτο παιδί της.
Και μ' έβλεπε αργότερα να μεγαλώνω, λίγες φορές το χρόνο,
τους κρύους χειμώνες
και τα ζεστά καλοκαίρια.
Αυτή η μία και μοναδική...
Πόσο όμορφο! Συγκινήθηκα πραγματικά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ φίλε... Να είσαι καλά!
Διαγραφή