Ο Ρώμος Φιλύρας* κατέβηκε από το λεωφορείο που έκανε τη γραμμή Αθήνα-Χαϊδάρι ιδρωμένος και κατασκονισμένος. Τ' ανοιχτά παράθυρα του γεμάτου από κόσμο ξεχαρβαλωμένου αυτού οχήματος έφερναν μέσα όλη την σκόνη της άλλοτε Αρχαίας Ιεράς Οδού! Μπορεί το τοπίο πλέον να τον αποζημίωνε αλλά η ταλαιπωρία από τον άσχημο χωματόδρομο με τα συνεχή ταρακουνήματα είχε αφήσει τα σημάδια πάνω του αλλά και στους υπόλοιπους επιβάτες! Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος σταματούσε λίγο έξω από την Αθήνα κι όσο απομακρύνονταν γινόταν όλο και πιο κακοτράχαλος! Το λεφούσι των εκδρομέων της Κυριακής ξεχυνόταν από την κοιλιά του σιδερένιου κήτους με ανυπομονησία. Πολλοί ντόπιοι χασομέρηδες Χαϊδαριώτες, ασυνήθιστοι στο θέαμα αυτού του οχήματος, περίμεναν όπως πάντα κάθε Κυριακή να φτάσει στο απομακρυσμένο από την Αθήνα χωριό τους! Κάθε είδους τάξη κατέβαινε από αυτό! Γυναίκες με φαρδιά φορέματα, καπέλα και ομπρέλες για τον ήλιο, συνοδευόμενες από κομψούς κυρίους με καλοσιδερωμένα παντελόνια και πουκάμισα με το μικρό τους περιποιημένο μουστακάκι στην τρίχα, γυναίκες και άντρες που έσερναν τρία και τέσσερα κουτσούβελα μαζί με παγούρια και διάφορα τσουμπλέκια για το μεσημεριανό κολατσιό τους. Τα μικρά τους χαμίνια ήταν ήδη κατάμαυρα από το παιχνίδι του καλοκαιριού στη γειτονιά τους και τρέλαιναν τους πάντες με τις φωνές τους. Ακόμα και ντόπιοι χωριάτες κατέβαιναν με κότες κλεισμένες σε κούτες που είχαν αγοράσει την προηγούμενη μέρα στο παζάρι. Ένα κομφούζιο! Εκτός από τους ντόπιους λοιπόν, όλο το υπόλοιπο ανθρωπομάνι έπαιρνε το δρόμο προς την πεντακάθαρη θάλασσα και τη δαντελένια ακρογιαλιά του Σκαραμαγκά! Έπρεπε να βιαστούν για να μην τους πιάσει η αφόρητη αυγουστιάτικη ζέστη. Ο μόνος ατάραχος που ταξίδευε βυθισμένος στον κόσμο του ο Ρώμος Φιλύρας! Το μυαλό του πάντα έτρεχε στις ιδέες και τις μανίες του! Στη σύνθεση των αγνών ποιημάτων του και στη μεγάλη του αγάπη για τη φύση! Α, και στον εαυτό του! Εκείνο το πρωϊνό λοιπόν κατέβηκε στο Χαϊδάρι και τράβηξε , αφού άφησε το ασκέρι των ανθρώπων να προηγηθεί, προς τον Σκαραμαγκά! Μόνος, να απολαύσει τη φύση και να ονειροπολήσει!
Το κόκκινο αυτοκινητάκι της δεκαετίας του '80 είχε αφήσει τη συνοικία της Καισαριανής, διέσχισε το κέντρο της Αθήνας, βγήκε στη λεωφόρο Καβάλας και κάπου εκεί στο ύψος του Χαϊδαρίου κόλλησε για πολλοστή φορά σε έξοδό του από την πόλη σε κίνηση... Ήταν μια αυγουστιάτικη Κυριακή προς τα τέλη του καλοκαιριού. Οι διακοπές στο κυκλαδίτικο νησί είχαν μόλις τελειώσει κι έμεναν ελάχιστες μέρες πριν αρχίσει το σχολείο για τα παιδιά και τελειώσει η άδεια των γονιών τους για να επισκεφτούν παραδοσιακά, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, τους παππούδες και τις γιαγιάδες! Οι επιβάτες των χιλιάδων αυτοκινήτων είχαν όλοι την περίφημη ιδέα να ξεκινήσουν νωρίς νωρίς για ένα από τα τελευταία μπάνια κι αυτού του καλοκαιριού. Τα αυτοκίνητα κινούνταν σημειωτόν. Τα νεύρα όλων τεντωμένα. Οι τρόποι και η ευγένεια των οδηγών εκείνη τη μακρινή εποχή, όπως και σήμερα άλλωστε, δεν ήταν το φόρτε της ράτσας μας! Μετά από πολύ κόπο το κόκκινο αυτοκινητάκι έφτασε στο Δαφνί. Οι «τρελοί» ήταν όπως πάντα κρεμασμένοι σαν τσαμπιά στα κάγκελα και παρατηρούσαν τους «κανονικούς» ανθρώπους να είναι στριμωγμένοι σε μια λαμαρίνα με σαράντα βαθμούς, να κορνάρουν σα δαιμονισμένοι και να βρίζονται με τους γύρω τους με τις αναφορές στα θεία να είναι σε περίοπτη θέση ανάμεσα στο λεξιλόγιό τους! Ο δρόμος μετά το ψυχιατρείο πάντα άνοιγε λίγο μέχρι να φτάσουν στη δεξιά στροφή του Σκαραμαγκά. Κάπου εκεί στ' αριστερά, κάποιοι που δεν ήταν οι «τρελοί» του ψυχιατρείου, κολυμπούσαν σε κάτι που έμοιαζε με θάλασσα και καθόντουσαν σ' ένα μέρος που θύμιζε ακρογιαλιά...
Βάδιζε λοιπόν ο Ρώμος Φιλύρας πάνω εκεί, στην Αρχαία Ιερά Οδό, εκεί που κάποτε βάδιζαν χιλιάδες άνθρωποι για να παρευρεθούν στα Ελευσίνια Μυστήρια, χορταίνοντας τη φύση. Μυρίζοντας καθώς πλησίαζε τη θάλασσα το ιώδιο που του γέμιζε τα πνευμόνια και τον εγκέφαλο οδηγώντας το νου του σε νέες συνθέσεις ποιημάτων. Στην τσέπη του πουκαμίσου του τα εφόδια για να γράψει σε λίγο θα αποτύπωναν την ομορφιά του τοπίου. Τράτες και βάρκες έβαζαν πλώρη για τ' ανοιχτά. Η Ελευσίνα φαινόταν απέναντι. Η Μάντρα παραπέρα. Κι ο Κιθαιρώνας πέρα στο βάθος κατέβαζε τη δροσιά του! Η Σαλαμίνα λαμποκοπούσε κι ο Φιλύρας με τη «μεγαλομανία», που στα τελευταία χρόνια της ζωής του τον έκανε να νομίζει ότι, είναι ο Ρωμανός Β' κι αρραβωνιαστικός της πριγκίπισσας Ισλάνδης, φανταζόταν τον εαυτό του να είναι στο θρόνο του Ξέρξη και να παρακολουθεί τη ναυμαχία! Φτάνοντας στην ακρογιαλιά κάθισε στο δροσερό καφενείο, έβγαλε το σημειωματάριο του κι έγραφε κι έσβηνε, κι έσβηνε κι έγραφε... Για την ομορφιά και τη γαλήνη που έβλεπε γύρω του σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο... για το θρίαμβο των τοπίων...
Σαν κέντημα γύρω οι βράχοι κ' οι λόφοι του Κορυδαλλού
στο λιμανάκι, ονειρεμένο, του γραφικού Σκαραμαγκά
κ' οι βάρκες στην ακρογιαλιά, που βάζουν πλώρη αργά γι' αλλού,
τα παραγάδια και τ' αγκίστρια, οι πετονιές αραδαριά.
Όλος γαλήνιο αραξοβόλι ο κόλπος του Σκαραμαγκά
κι αντίκρα η θρυλική Ελευσίνα, Κούντουρα, Μάντρα και τα Βίλλια
κόττερα μάγα, καραβάνια τράτες, που 'σερνονται αργά
κι άλλα πλεούμενα, που φεύγουν γοργά και παίρνουν φόρα μίλια!
Κι απ' το Δαφνί, τη Σαλαμίνα, Το Ναύσταθμο κι ακόμα πέρα,
ο θρίαμβος των τοπίων παίρνει και βασιλεύει γραφικά,
σμίγουν το χώμα, το χαλίκι κ' οι γλάροι στο γλαύκο του αιθέρα
και νανουρίζεται η ψύχη μας στο κύμα αιθέρα και γλύκα.
Βάδιζε λοιπόν το κόκκινο αυτοκινητάκι εξαιτίας της κίνησης πιο αργά, ακόμα κι απ' τον Ρώμο Φιλύρα με τα πόδια αρκετές δεκαετίες πριν, στον ίδιο δρόμο... Έφτασε στη δεξιά στροφή που οδηγούσε στον Σκαραμαγκά. Στο αριστερό τους χέρι τα παιδιά είδαν τους θαρραλέους κολυμβητές κι απόρησαν πως κολυμπούσαν μέσα σ' αυτά τα μαύρα νερά δίπλα σε πλωτές μεταλλικές προβλήτες που οδηγούσαν στο πουθενά! Παραδίπλα είχε σκουριασμένα βαπόρια, διυλιστήρια, ναυπηγεία. Προχωρώντας στα δεξιά τους η γνωστή βαλτωμένη λιμνοθάλασσα. Θλιβερό τοπίο. Και όπως πάντα η γνώριμη αυτή μυρωδιά στο συγκεκριμένο σημείο κάθε φορά που περνούσαν. Πάντα αναρωτιούνταν πως υπάρχει όλη αυτή η ασχήμια στην είσοδο της μεγάλης πόλης. Τα αυτοκίνητα πλέον άρχισαν να κινούνται κανονικά. Παρακάτω κι άλλα διυλιστήρια, τσιμεντοβιομηχανίες και υψικάμινοι που έστελναν στον ουρανό σήματα καπνού μη τυχόν και δεν είναι αντιληπτή η παντοδυναμία τους... Από το ραδιοκασετόφωνο, όπως πάντα σ' εκείνο το σημείο, σαν ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας ακουγόταν μια προτροπή στην Περσεφόνη... Να μην ξαναβγεί ποτέ στου κόσμου το μπαλκόνι... Να μην αντικρύσει μαζί με τον Ρώμο Φιλύρα αυτόν τον άλλοτε χαμένο παράδεισο...
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούριο παν να δουν διυλιστήριο
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς
*Ο Ρώμος Φιλήρας (1888-1942) ήταν λυρικός ποιητής από τους πιο δυνατούς εκείνης της εποχής. Δημοσίευε στα πιο γνωστά τότε λογοτεχνικά περιοδικά Νουμά και Παναθήναια. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Δρομοκαΐτειο όπου και συνέχιζε να γράφει.