Είναι αυτές οι μικρές λογοτεχνικές χαρές που ενώ για άλλους είναι ανεξήγητες σε εμάς δημιουργούν μια εσωτερική ευφορία κι ένα χαμόγελο για αυτή την ανακάλυψη στο χώρο των γραμμάτων..., έγραφα στις προηγούμενες λογοτεχνικές λεπτομέρειες για τον Ηλία Βενέζη (ανάρτηση που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: Λογοτεχνικές λεπτομέρειες #1: Για τους λάτρεις της "Αιολικής Γης" και του Ηλία Βενέζη...). Αυτή τη φορά, τα "φύλλα" για άλλη μια φορά ασχολούνται με τον μεγάλο Κώστα Βάρναλη και με χαρά παρουσιάζουν το πώς χρωστάμε το φαινόμενο αυτό, τον Γίγαντα αυτόν των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, τον ποιητή, συγγραφέα, χρονικογράφο, ερευνητή, αγωνιστή στον μεγαλύτερο του αδερφό! Γιατί αν δεν ήταν αυτός και η πείνα του μικρού Κώστα όλος αυτός ο θησαυρός του έργου του δεν θα υπήρχε και δεν θα είχε διαμορφώσει γενιές και γενιές!
Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω
Στα 1898 τελείωσα το σκολειό - την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα πού θ' "ανακτήσω" την ελευθερία μου• δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω μια τέχνη να γίνω "άντρας", όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από 'δω και μπρος το δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών.
Καμία πιθανότητα δεν υπήρχε να πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε [...] πώς πρέπει να σπουδάσω, γιατί "παίρνω τα γράμματα". Μα λεφτά δεν υπήρχανε. Μας είχε καταχρεώσει ο δεύτερος αδερφός μου, που σπουδαζε. [...]. Εγώ που άκουγα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου.
Όμως τα πράγματα δεν ήρθαμε όπως τα περίμενα. Άμα τελείωσα το σκολειό, έπεσα με τα μούτρα στα παιχνίδια κι όλη την ημέρα την περνούσα τσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Χαιρόμουνα την "ελευθερία" μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ.
Μια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:
- Ν' αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Να καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα "Ζαρίφεια Διδασκαλεία" της Φιλιπούπολης.
Κεραυνός!
- Και με τι χρήματα μουρμούρισα;
- Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος. [...]
- Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη.
Απ' όλες τις τέχνες προτιμούσα τη ραφτική. Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνω στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές τους βελόνες, να πίνουμε καφέ, να καπνίζουν και να λένε αστεία! Μου φαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θα γίνω κι αφεντικό. Και θα λέω αστεία!
- Ο αδερφός μου κόρωσε.
- Θα πας μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.
- Προτιμω να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν' αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ [...]
Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Επειδή όμως επίμενε και γινότανε κάθε φορά αγριότερος, έλαβα τη μεγάλη απόφαση να φύγω από το σπίτι.
Ήτανε, θυμάμαι μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριό κεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα έναν κεφτέ. Μου έδωσε.
Μ' αυτό το εφόδιο όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν' αντικρύσω για πάντα τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού "Αγνώστου". Για πρώτο σταθμό της ηρωικής μου πορείας είχα επιλέξει μια λουτρόπολη, τα Λίτζια [...] Είχα πάει ως τώρα δυο-τρεις φορές στα Λίτζια κι ήξερα το δρόμο [...]. Ήμουνα δεκατεσσάρω χρονών. [...]
Και να τώρα μια καινούρια περιπέτεια. Εκεί που έπινα νερό από τη βρύση με το μπακιρένιο τασάκι, που ήτανε κρεμασμένο από το μοσλούκι με μια αλυσίδα, έρχεται ο Κακαγιάννης και μου λέει:
-Ελα μωρέ, σε θέλει η νύφη σου [...] που τήνε λέγανε Ντανίτσα.
Άμα την αντίκρυσα στην κάμαρα της στο ξενοδοχείο, ένιωσα μια τρεμούλα σ' όλο μου το κορμί. Ήταν ο φόβος, που με "ανακάλυψε", πως ήμουνα σκαστός [...]
Γιατί η Ντανίτσα κατάλαβε με τις πρώτες κουβέντες, πως η παρουσία μου εκεί χωρίς κανένα δικό μας μαζί μου ήτανε πολύ... ανώμαλη.
Γελαστή με ρώτησε:
- Τι κάνει ο Παναγιώτης; (ο μεγάλος μου αδερφός, ο "εχθρός" μου!)
- Καλά, απάντησα μασημένα.
-Πεινάς; μου λέγει.
Είχα πείνα διαβολεμένη, να κατέβασα τα μάτια και δεν είπα τίποτα.
Έδωσε αμέσως διαταγή στον Κακαγιάννη να μου φέρει ένα πιάτο φαγί [...]
- Που θα κοιμηθείς απόψε;
- Στου Στέφανου το γιαπί.
- Να έρθεις να κοιμηθείς εδώ.
-Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.
- Θα έρθω, απάντησα δειλά.
Ύστερα μου έδωσε μισό φράγκο για ν' αγοράσω σαν παιδί, ό,τι θα μου τραβούσε την όρεξη από το παζάρι, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Ως το βράδυ η καρδιά μου χτυπούσε. Να πάω; Να μην πάω;
Προτίμησα να κοιμηθώ με τον Στέφανο στο γιαπί [...]
Την άλλη μέρα ο πατέρας του Στέφανου, που μυρίστηκε, πως ήμουνα, όπως ο Ομάρ ο άγιος φιλόσοφος Εμπεδοκλής "θεόθεν φυγάς τε και αλήτης" με φόρτωσε σε μια ταλίγκα (κάρο με τέσσερις ρόδες) και μ' έστειλε πίσω στον Πύργο (Μπουργάς της σημερινής Βουλγαρίας), κι έδωσε εντολή στον καροτσέρη και το βοηθό του να με παραδώσουνε στο σπίτι.
Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τελείωνε η πορεία μου προς το Άγνωστο! [...]
Λογάριαζα το ξύλο που θα έτρωγα από τον αδερφό μου, άμα έπεφτα στα χέρια του. Αυτός ο φόβος μ' έκανε όταν μπήκαμε στον Πύργο κι οδεύαμε για το σπίτι μου, να πηδήσω από την ταλίγκα και να εξαφανιστώ μέσα σε κάτι στενοσόκακα.
Πήγα ευθύς στα γνωστά μου στέκια να συναντήσω τους φίλους μου που παίζανε. Αυτοί μου φέρανε ψωμί να φάγω [...]. Άμα όμως βράδιασε κι οι φίλοι μου πήγανε στα σπίτια τους, τότε μονάχα άρχισα ν' αντιμετωπίζω το πρόβλημα του που θα κοιμόμουνα απόψε.
Αν πήγαινα σε καμίας θείας μου ή στο σπίτι κανενός φίλου μου, θα ειδοποιούσανε αμέσως τους δικούς μου και θα με πιάνανε στη φάκα. Και τότες αλίμονό μου.
Το ένα καλό φέρνει πολλά άλλα. Αποφάσισα κι εγώ να εμπιστευτώ το ζήτημά μου στην τύχη. [...]
Άυπνος, πεινασμένος, νικημένος από τη "μεγάλη ηρωική ζωή" αποφάσισα να πάω σπίτι μου να παραδωθώ κι ας γίνει ό,τι θέλει. Μα δεν έπρεπε να παραδωθώ χωρίς συνθηκολόγηση.
Πήγα λοιπόν και έστησα καρτέρι στη γωνία του δρόμου μας. Παραμόνευα από 'κεί, αν θα βγει καμιά αδερφή μου στην πόρτα μας. Δεν περίμενα και πολύ. Οι δύο μου αδερφάδες φανήκανε στην πόρτα και με είδανε. Αρχίσανε τις φωνές και μου φωνάζανε:
- Έλα να φας!
- Δεν έρχομαι! (Έκανα το ζόρικο!)
- Έλα! Δε θα σε δείρουμε.
Μονάχα σα βγήκε η μητέρα μου και μου υποσχέθηκε πως δε θα με δείρουνε, πήγα σπίτι κι έφαγα.
Παραξενεύτηκα, πως όλοι τους ήτανε περισσότερο ευχαριστημένοι από εμένα. Γιατί είχανε πιστέψει, πως έπεσα στη θάλασσα και πνίγηκαν για να δώσω τέλος στα βάσανά μου. Είχανε πάρει τοις μετρητοίς τη φράση που είπα του αδερφού μου, πως προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα παρά να πάω στο γυμνάσιο. Κι ο αδερφός μου, ο μπάρμπας μου ο Γιαννιός κι ο ξάδερφός μου ο Λεωνίδας όλη νύχτα γυρίζαμε στην παραλία του Πύργου με φανάρια για να βρούνε το πτώμα μου.
Πήγα λοιπόν στη Φιλιππούπολη, να δώσω εξετάσεις χωρίς ν' ανοίξω βιβλίο [...].
Έδωσα εξετάσεις. Και ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος. [...] Η ελπίδα μου ν' αποτύχω και να γυρίσω πάλι στον σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Μοίρα να πραγματοποιηθεί. [...]
Το απόσπασμα του κειμένου είναι από το βιβλίο, Κώστας Βάρναλης: ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου