Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Κυριακάτικο αναγνωσματάκι #3



Ευλογημένος είναι ο άνθρωπος που ταξίδεψε στις Κυκλάδες πριν αυτές έρθουν στο χάλι αυτό που είναι σήμερα. Μπορεί τα καράβια να ήταν καρυδότσουφλα, ιδιαίτερα αυτά που έκαναν τα εσωτερικά δρομολόγια, μπορεί οι ώρες να ήταν ατελείωτες για να φτάσεις στον προορισμό σου, αλλά μόλις πατούσες το πόδι σου σ' αυτόν, με μια ματιά ξεκουραζόσουν. Ο Πλατύς Γιαλός της Σίφνου χωρίς ίχνος κτίσματος, ο Άγιος Προκόπης της Νάξου που έφτανες από έναν χωματοδρομο, ο Κέδρος της Δονούσας που τον προσέγγιζες από ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από την παραλία του νησιού, η Αντίπαρος, το κάμπινγκ της Σαντορίνης με τα λεωφορεία να περνούν φορτωμένα στον ουρανό μπαγάζια και σκηνές, το πρωτόγονο κάμπινγκ της Σύρου, η Αμοργός, η Ηρακλειά και άλλα τόσα και τόσα μέρη που θα γνώρισες εσύ, πιο μεγάλη φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη. Σήμερα, οι Κυκλάδες που προλάβαμε οι πιο παλιές γενιές δεν υπάρχουν πια... Ο καπιταλισμός είναι ένα αχόρταγο τέρας...

Με μεγάλη χαρά παρουσιάζουν σήμερα τα "φύλλα", στην ενότητα Κυριακάτικο αναγνωσματάκι, μία άλλη ματιά των Κυκλάδων από τον Γίγαντα των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, Φώτη Κόντογλου. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μέρος από το πιο εκτενές διήγημα ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥ, που βρίσκεται στο βιβλίο ΤΑΞΕΙΔΙΑ των εκδόσεων ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΊΟΥ. Σίγουρα δεν δίνει όλη την εικόνα του διηγήματος αλλά είναι μια μικρή γεύση του. Είναι η δεύτερη φορά που τα "φύλλα" παρουσιάζουν έργο του Φώτη Κόντογλου. Την πρώτη ανάρτηση ενός άλλου θησαυρού του, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ. Φώτης Κόντογλου: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου. Καλή κυριακάτικη καλοκαιρινή ανάγνωση λοιπόν!

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥ 

Τούτα τα νησιά λεγότανε στ' αρχαία Κυκλάδες, επειδής βρίσκουνται ολόγυρα στο μικρό νησάκι της Δήλος, που το 'χανε οι αρχαίοι Έλληνες για αγιασμένο [...]. Τη θάλασσα που τα λούζει τη λέγαμε Αιγαίο Πέλαγο, και σαν ήρθανε οι Φράγκοι, τότες τη βγάλανε Αρχιπέλαγο, δηλαδή Αρχαίο Πέλαγο.

Κοιτάζοντάς τα απάνου στη χάρτα, όπως είναι σκορπισμένα ανάμεσα στις δύο μεγάλες στεριές, την Ασία απ' τη μιά μεριά και την Ευρώπη απ' την άλλη, τα πλάθεις με τη φαντασία σου σαν γλάστρες φουντωμένες, που ξεβγαίνουνε απ' τα γαλαζούμενα πρόσχαρες και δροσολουσμένες. Σαν ταξιδεύεις όμως και τα δης από κοντά, βλέπεις πως σ' έβγαζε ψεύτη η φαντασία σου. Γιατί οι περσότερες από τούτες τις λουζάμενες πάπιες του πελάγου είναι βράχια θαλασσοδαρμένα και χώματα χέρσα και ξερά, π' απάνω τους φυτρώνουνε οι κάπαρες κ' οι αρμυρίθρες, και παραμέσα τ' αγκάθια, οι σκοίνοι κ' οι ασφάκες. Η θάλασσα, θεριό ανήμερο και φοβερό, ολοένα φυσομανά και πέφτει απάνω τους απ' ούλες τις μεριές, μα πιο πολύ από το βοριά κι απ' τη νοτιά, σώνει και καλά να τα καταπιή. Ωστόσο, κείνα στέκουνται ριζωμένα βαθιά στ' άπατα των απάτων, μέσα στα μελανά βάθη της άβυσσος, και ξεπετούνε κατά τον ουρανό τις πετρένιες κεφαλές τους αγριέμενα ενάντια στην αμάχη του πελάγου, σαν Ακρίτες γινατεμένοι που διαφετεύουνε πεισματικά τούτα τα ξεμακρυσμένα καστέλλια του στεριανού βασιλείου. Γιατί και τούτες οι νεροζωσμένες στεριές μοιάζουνε σαν κάστρα τιτανικά, που 'χουνε τους κάβους για τάμπιες κουρντισμένες αγνάντια σ' ούλα τα σημάδια της μπούσουλας.

Τέτοιος σκληρός κι αδιάκοπος πόλεμος γίνεται μέρα νύχτα ανάμεσα νερό και γης. Ποιος μπορεί να παρατηρήσει το μεγαλείο του; Οι θάλασσες μελανές κ' αναμαλλιασμένες γιουργιάρουνε απανωδιαστές απ' το έρμο πέλαγο, και σα φτάξουνε σιμά στ' ακούνητα βράχια, σαλτάρουνε απάνω τους σαν κριγιάρια βγάζοντας τέτοια μουγκρητά, που κάνουνε να τρέμη κι η πιο αντρειωμένη καρδιά. Μα τα θεόρατα τούτα φρούρια βαστάνε από τότε πο 'γίνε ο κόσμος. Ολοτρόγυρα είναι σιγουριασμένα με κάβους θεόρατους, που κι ο γλάρος ζορίζεται να πάρη βουτιά, κι ανοιχτά κατά το πέλαγο, είναι σκόρπιες κοφτερές μέρες που αξίζουμε και κόβουμε τον οχτρό πριν ακόμα καλοζυγώσει.

Ωστόσο, μ' όλο που στο μάτι φαίνεται πως τα νερά μάταια πασκίζουνε να πατήσουνε και να βουλιάξουνε τις στεριές, πάλε αυτά είναι οι νικητές. Γιατί τα στρατέματα της θάλασσας δε σώνουνται, κι αναιώνια κοπανίζουνε τα βράχια και τα μαδάνε σπυρί με σπυρί [...] τόσο, που πολεμάνε αντρειωμένα εκατό χρόνια μέρα-νύχτα μισή είτε μιάν οργιά τόπο, πολλές φορές και μια πιθαμή, κατά τη σκληρότη που θα βρούνε. Έτσι δουλεύοντας υπομονετικά, αλλάζουνε την όψη της στεριάς, κι ολοένα την ξεπλύνουνε και τη λιγοστεύουνε. [...]

Αυτά γίνουνται στις ακρογιαλιές, που ' ναι σα να λέμε οι γωνιακές πέτρες των νησιών. Στα παραμέσα της στεριάς μπροβάλνουνε το ' να πίσω από τ' άλλο τα βουνά κ' οι βράχοι, έχοντας στη μέση την πιο ψηλή κορφή, που λες κ' είναι ένας μεγάλος πύργος όπου κάθεται ο αφέντης π' ορίζει τ' ανεμοδαρμένο κάστρο. 

Εξόν από κανενα καράβι που βολτατζάρει ανοιχτά από τούτες τις ερμες θαλασσοβραχιές, ψυχή δε βρίσκεται ένα γύρω. Σάμπως τι δουλειά έχει ο άνθρωπος εδώ χάμω; 


Διαβάστε ακόμα:






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου