Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα
Τη δεκάτη ο τσιφλικάσ δώσ' του κόψιμο οι πασάδες
Κι υπαγόρευε το ράσο σφάξε με αγάμ' ν' αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα
Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού
Αφού τότε τσιφλικάδεσ ήσανε οι μπουρζουάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα
Πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία του τόπου μας είναι εκπληκτικό! Κοτσαμπάσηδες, πασάδες, δηλαδή οι σημερινοί μπουρζουάδες, και σεβάσμιοι δεσποτάδες μια ζωή με τους ισχυρούς, μια ζωή εξουσιάζουν και κυβερνούν χέρι χέρι τη χώρα. Κι όταν έρχονται τα δύσκολα βγάζουν την ουρά τους απ' έξω και την κοπανούν. Τα ίδια όταν ο Μπραΐμης έζωσε την Πελοπόννησο, τα ίδια τον Απρίλη του 1941 όταν η μισή αστική τάξη έφυγε με το χρυσό της χώρας στην Αίγυπτο και η άλλη μισή έμεινε εδώ να συνεργαστεί μετά νέα της αφεντικά. Κι όταν ο λαός απελευθέρωσε και τις δύο φορές τον τόπο, αυτοί επέστρεφαν θριαμβευτές και οι απελευθερωτές γινόντουσαν παρίες στην πρώτη περίπτωση και κατέληγαν στις φυλακές τις εξορίες και το χώμα στη δεύτερη... Κι οι εξουσιαστές έγιναν δρόμοι, πλατείες και ευεργέτες...
Τα "φύλλα" με τις μικρές τους δυνάμεις προσπαθούν να φωτίζουν μέσα από τα γράμματα τέτοιες ιστορίες στην κατεύθυνση της αυτομόρφωσης και της αλήθειας που όλοι οι παραπάνω μας αποκρύβουν... Σήμερα με χαρά παρουσιάζουν ένα απόσπασμα από ένα διαμαντάκι που ανακάλυψαν στο θησαυρό που κυκλοφορούσε σε μορφή ετήσιου περιοδικού και άκουγε στο όνομα "Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά" του 1960. Είναι εκτενές κείμενο αλλά αξίζει να διαβαστεί! Γιατί μόνο έτσι βλέπουμε τη θέση μας στην ιστορία και τη συγκρίνουμε με τη θέση των τότε και των σημερινών κοτσαμπάσηδων και των τότε και σημερινών δεσποτάδων που ακόμα μας προτρέπουν "σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω"...
Αγησίλαος Τσελάλης: Στον καιρό του Μπραΐμη (Άγνωστα ιστορικά στοιχεία. Από επίσημα ανέκδοτα έγγραφα)
Που πάτε αρχόντοι;...
Στη βραχώδη κι απόκρημνη όχθη του Λάδωνα κοντά στο χωριό Σπαθάρη της Γορτυνίας ήταν τεράστιο σπήλαιο, κρυμμένο σ' ένα απρόσβατο πυκνότατο δάσος. Σ' αυτό είχαν κρύψει οι Ντεληγιανναίοι 8 χιλιάδες κιλά σιτάρι, 19 χιλιάδες οκάδες τυρί κι άλλα τρόφιμα. Στις κοντακιανές σπηλιές, στ' απροσπέλαστα δάση και τις απρόσιτες ρεματιές του Λάδωνα είχαν χιλιάδες γιδοπρόβατα και γουρούνια. Για κάθε περίσταση.
"Εις το σπήλαιον εκείνο οι οικογένειαί μας όλαι και των συγγενών και φίλων μας, υπερβαίνουσαι τας 500 ψυχές. Συνήχθησαν δε και όλαι αι οικογένειαι των μεγάλων κωμοπόλεων, επέκεινα των 10 χιλιάδων ψυχών και από 20 χιλιάδες αιγιδοπρόβατα, γελάδια, άλογα, βόδια και άλλα." (Δεληγιάννη απομνημονεύματα)
Σ' αυτές τις σπηλιές, "κυριευθέντες εκ της φρίκης και της απελπισίας", έτρεχαν να κρυφθούν οι Ντεληγιανναίοι με τους δικούς τους.
Ζώα ενός φαρδείς κεμέρια με λογής-λογης μονέδα και χρυσαφικά ο Θανάσης Ντεληγιάννης έτρεχε με τη γυναίκα του κι αυτή φορτωμένη με τιμαλφή, να φθάση στη σπηλιά. [...]
Κλείστηκαν όλοι στη σπηλιά του Σπάθαρη. Ο Μπραΐμης έζωσε τον τόπο. Τα σπήλαια του Λάδωνα ήταν προδομένα. Έψαχνε όλη μέρα να τα βρή, όσο που νύχτωσε κι εσκήνωσε. [...]
Να συνεχίση την αυγή. Τη νύχτα έπιασε δυνατή βροχή. Οι κρυμμένοι στις σπηλιές βγήκαν αθόρυβα. Η βροχή, το ποτάμι, τα δέντρα βούιζαν, βοήθησαν στη φυγή τους.
Εβγήκαν στα Τριπόταμα. Στο Βραχνί ήσαν συναγμένοι οι πολεμιστές να συναγροικιθούν, να βρουν τον τρόπο να κτυπήσουν τον εχθρό, που έκαιε, εσκλάβωνε και έσφαζε. Να σώσουν τα γυναικόπαιδα.
Έφτασαν εκεί οι Ντεληγιανναίοι. Ζήτησαν τρόφιμα και ζά, να φύγουν για το Ανάπλι. Μαζί τους [...] κι άλλοι πρόκριτοι. Εβγήκε μπροστά ένας αγωνιστής.
-Που πάτε αρχόντοι;... Τρέχετε Στ' Ανάπλι να γλυτώστε τα κορμιά και τα φλουριά σας;...
-Τι να κάμουμε;... Έκανε τον μισοκακόμοιρο ο Κανέλλος, όσο να ξεφύγη.
-Ναι γλιτώσετε σεις, κοτσαμπάσηδες να μείνετε για σπορίτες... Κι εμείς οι άλλοι;... Τα γυναικόπαιδα; [...]
-Πως να το κάμουμε;...
-Να καθήστε και σεις να πολεμήστε, να φυλάξουμε τα γυναικόπαιδα. Όλοι μαζί. Να σώσουμε τη πατρίδα... [...]
Κατακοκκίνησε από το κακό του ο Ντεληγιάννης. Το ζουλάπι! Ετόλμησε να βρίση το βεκέληντου Μόρια, τον άρχοντα. Μα λούφαξε. Ήταν μόνος του. Κι ως έφτασαν οι άλλοι [...] αγρίεψε μεμιάς ο Κανέλλος κι άναξε να κτυοήση τον πολεμιστή. Του κάρφωσε άλλος πολεμιστής την πιστόλα στην πλάτη, τράβηξε. Έπιασε μόνο το καψούλι. Γλύτωσε ο Κανελλος.
-"Αφού δεν έπιασε, χαλάλι σου". Έβαλε την πιστόλα στο σιλάχι του ο πολεμιστής. [...]
Έφταναν οι άλλοι αρχόντοι.
-"Φεύγα θα σε σκοτώσουν". Τον έσπρωχναν οι Βραχνιώτες τον πολεμιστή να φύγη.
-Οχι... Γιατί; Πώς; Από πού να φύγω;
-Ανακάλεσε και πέσε στα πόδια του Κανέλλου να γλυτώσης...
-Του Κανέλλου!... Αν τότε... Για ποια λευτεριά πολεμάμε και χανόμαστε... Για να προσκυνάμε ακόμα το θράσιο Κανέλλο, που δεν ξέρει από πού βγαίνει ο ήλιος και πως βγαίνει το ψωμί;..."
Του έπεσαν όλοι οι αρχόντοι απάνου [...] σωματοφύλακες και υπερέτες τους.
"Το ξύλο, το οποίον υπέφερε από τους μισθοφόρους και τους ραβδισμούς [...] είναι απέριγραπτον" γράφει στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος.
Τον έσερναν όλοι μαζί να τον κρεμάσουν στη μουριά [...] ,Ε πολλά παρακάλια και προσκυνήματα των παπάδων κινητών γέρων καταδέχτηκαννοι βαρειές αρχόντισσες να τους τον χαρίσουν. Με τ' αζημίωτο όμως. Πήραν 40 ζώα του χωριού για να παν Στ' Ανάπλι.
Κι ο Μπραΐμης ανάγυρα εζωνε κι έψαχνε τον τόπο να βρή να σφάξη τα γυναικόπαιδα.
Οι αρχόντοι καβάλησαν κι έφυγαν. Στο Σόλο τους βγήκαν μπροστά ο Νικολάκης Σολιώτης κι ο Αναστάσης κι ο Αναστάσης Χαραλάμπης.
-Που πάτε αρχηγοί;
-Στ' Ανάπλι...
-Εκεί είναι καζίνα και μπιλιάρδα...
Δε μίλησαν.
-Κι εμείς οι άλλοι. Η πατρίδα; Ο λαός; ... Γυρίστε πίσω να πάτε στο Μέγα Σπήλαιο τους δικούς σας, που είναι και οι δικοί μας και σεις να μείνετε να πολεμήσουμε τον Μπραΐμη.
-"Τέτοια ονειροπολήματα και παραλογισμούς έλεγαν", γράφει ο Δ. Δεληγιάννης.
Έφτασε και μια επιτροπή από τα χωριά. Τους μίλησαν, τους παρακάλεσαν, τους απείλησαν.
-Θα δειλιάση, θα τσακίση ο κόσμος, θα σκύψη και θα προσκυνήση, άμα φύγετε σεις οι αρχηγοί, οι κεφαλές... [...] Μη φεύγετε...
-Παμε τα γυναικόπαιδα Στ' Ανάπλι.
-Σύρετε στο Μέγα Σπήλαιο... Και σεις, αν δειλιάσετε και δε θέλετε να μείνετε να πολεμήστε, πηγαίνετε Στ' Ανάπλι... Αλλιώς θα σας αναγκάσουμε με τη βία.
Ήθελαν τα γυναικόπαιδα στο Μέγα Σπήλαιο για να εμποδίσουν κάθε προδοσία.
Στάθηκαν πενήντα μαχητές μπροστά.
-Πίσω στο Μέγα Σπήλαιο...
Έσπρωξε μπροστά τις γυναίκες ο Ντεληγιάννης με τα παιδιά στις αγκαλιές τους. Σίγουρος πως τα παλληκάρια δε θα έρριχναν. Πίσω οι μισθοφόροι. Κι ως προχώρησαν τα γυναικόπαιδα.
-Απάνου τους, κτυπάτε σου ψαχνό, διέταξε. Κι έσπρωχνε τις γυναίκες να προχωρούν και να φωνάζουν.
Μητέρες με τα βρέφη και σάκκους ζαλιά, αλογομούλαρα, παιδιά κρεμασμένα σαν κοτόπουλα στα σαμάρια, γρηές στριμώχνονταν, πήχτρα να περάσουν.
Είδαν οι μαχητές τις μάνες, τα παιδιά, λυπήθηκαν τους άφησαν.
-Στο ανάθεμα φιλοτόμαροι, παραδόπιστοι, τσιοτήδες!... Κι εδώ να μείνετε θα δειλάστε και θα προσκυνήστε...
Πέρασαν, έφτασαν μ' όλα τους τα πολύτιμα κινητά, τα γεμάτα κεμέρια, τους δικούς τους στ' Ανάπλι. Βγήκαν εκεί ασφάλεια κι άνεση.
Ο Μπραΐμης αφέθη λεύτερος κι απερίσπαστος να σφάζη, να καίη και να σκλαβώνη...
Το κείμενο μεταφέρθηκε στο πολυτονικό σύστημα κρατώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.