Η λίστα ιστολογίων μου

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Τριάντα χρόνια...


Στις συνοδοιπόρισσες και τους συνοδοιπόρους (και) στον Κόσμο των Ιδεών.... (Στην Κατερίνα, τον Γ. Σεραφίνο, τον Μάικ, τον Μι Δέλτα...)

"Είναι η ζωή μου αυτά τα βιβλία, οι σχέσεις μου με ανθρώπους, τα συναισθήματά μου, η πολιτική δράση, τα σπίτια μου -κυρίως τα σπίτια μου-, οι ώρες, οι ατελείωτες χιλιάδες ώρες που αφιέρωσα σε αυτά..." 

     (απόγευμα Τρίτης 8 Ιανουαρίου 2008)

Αυτό έγραφα στην δεύτερη σελίδα (εκεί που συνήθως γράφω την ημερομηνία κάθε βιβλίου που έχω διαβάσει) το πολύ μακρινό πια 2008 στο λογοτεχνικό αριστούργημα του VALERY LARBAUD "ΦΕΡΜΙΝΑ ΜΑΡΚΕΣ" των εκδόσεων ΑΓΡΑ. Μπορεί να μην θυμάμαι πολλά από αυτό το βιβλίο (οι υπογραμμίσεις -οι πάντα σωτήριες αυτές υπογραμμίσεις- μου δίνουν ευτυχώς μια μικρή εικόνα) αλλά αυτή η αίσθηση που αναδίδει με γυρίζει σε αυτή την εποχή της ζωής και των αναγνωσμάτων μου. Και με γυρίζει σε συζητήσεις με συνοδοιπόρους από τον Κόσμο των Ιδεών και την τότε συζήτηση για αυτό το διαμαντάκι των γραμμάτων.

Κατά καιρούς χαζεύω πιο προσεκτικά τις ράχες των τυπωμένων σελίδων που πιάνουν τους τοίχους του σπιτιού. Άλλες φορές ανοίγω κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο για να θυμηθώ κάτι ή ανατρέχω στις σημειώσεις κάποιου άλλου αν είναι ιστορικοπολιτικό. Γιατί τα γράφω όμως όλα αυτά; Χρειάστηκε να κατέβουν από το λημέρι τους, να κρυφτούν σε ντουλάπες και κάτω από τραπέζια για να μην σκονιστούν (πόσο ακόμα!) από την επερχόμενη επίθεση εν όψει του βαψίματος του σπιτιού. Κι εκεί παρόλη τη βιασύνη κοιτούσα εξώφυλλα, τα άνοιγα, τα χάζευα, τα προσπερνούσα ή κολλούσα λίγο πιο πολύ σε σελίδες υπογραμμισμένες, σημειωμένες με ξεθωριασμένα πια γράμματα μολυβιών, στεκόμουν σε ημερομηνίες, γύριζα στα σπίτια που τα διάβασα... Περνούσαν από μπροστά μου οι ώρες, οι ατελείωτες χιλιάδες ώρες που αφιέρωσα σε αυτά... 

Και τότε συνειδητοποίησα ότι φέτος συμπληρώθηκαν τριάντα ολόκληρα χρόνια που είμαι συστηματικός αναγνώστης... Ναι... Τριάντα... Γύρισα πίσω και με είδα εικοσάχρονο παιδί να βουτάω στον απέραντο ωκεανό της γνώσης. Μη ξέροντας από που να πιαστώ για να βγω στην ακτή. Μπορεί να προερχόμουν από ένα σπίτι στο οποίο κάθε δωμάτιο του καλυπτόταν από βιβλιοθήκες που ξεχείλιζαν, λίγα όμως ήταν αυτά τα βιβλία που με συγκινούσαν. Και για αυτό, ως νέος εκεινης της εποχής που ήμουν τότε και με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, πολιτικές κυρίως, έπεσα σε αυτόν τον ωκεανό της σύγχρονης μητροπολιτικής λογοτεχνίας, των ριζοσπαστικών πολιτικών και ιστορικών βιβλίων. Κολύμπησα, κολύμπησα, κολύμπησα. Παρά πολύ. Δύο με τρεις φορές την εβδομάδα μπροστά στα ράφια των βιβλιοπωλείων με τις νέες κυκλοφορίες, στα ράφια με τα πιο παλιά βιβλία, στα ένθετα των εφημερίδων, προσπαθώντας να βρω την ακτή. Μία ακτή, που είναι το μόνιμο άγχος των συστηματικών αναγνωστών και, που ποτέ δεν πρόκειται να βγουν. 

Δύο δεκαετίες αργότερα άρχισα να βουτάω και στις βιβλιοθήκες του σπιτιού που μεγάλωσα. Ανακάλυψα έναν καινούριο ανεξερεύνητο ωκεανό με θησαυρούς ανεκτίμητους. Κυρίως των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων. Ακόμα θυμάμαι να τραβώ ένα από αυτά τα βιβλία και να το κουβαλάω στο σπίτι μου χωρίς να είμαι σίγουρος αν θα το διαβάσω. Δεν έχει σημασία ποιο ήταν. 

Κι έτσι έκανα όλο κι ένα βήμα πιο μπροστά. Κολυμπούσα, κολυμπούσα, κολυμπούσα. Διάβασα μυθιστορήματα, ιστορίες του τόπου, λαογραφία, καταβρόχθισα συγγραφείς γνωστούς και λιγότερο γνωστούς και άλλους σχεδόν άγνωστους. Έψαξα σε παλαιοβιβλιοπωλεία και τώρα πια στο διαδίκτυο. Έψαχνα, αγόραζα, διάβαζα. 

Κι εκεί κάπου ανακαλύπτω την κριτική. Που ήταν μια άλλη ασχολία όλων αυτών των μεγάλων πενών του τόπου μας. Την κριτική για όλο αυτό το έργο των ανθρώπων που διάβαζα. Τις βιογραφίες, τις αυτοβιογραφίες και τις πληροφορίες για το τι τους ώθησε να γράψουν και ποιοι ήταν στην καθημερινή ζωή. Και ξανά επιστροφή σε παλιά και πιο καινούρια είδη που ξεπρόβαλλαν σαν "κατάρα" μπροστά μου...

Κλωστή κλωστή δενόσουν με τον κόσμο των γραμμάτων, που τόσο ήθελες, έγραφε στα τριαντάχρονα για την παρουσία του στα γράμματα ο μεγάλος μας πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου. Κλωστή κλωστή δενόταν και δένεται αυτό το μωσαϊκό στους τοίχους του σπιτιού μου τριάντα χρόνια τώρα. Κρύφτηκε αυτό το μωσαϊκό για λίγες μέρες. Αλλά τώρα γύρισε για να αναπαυτεί στη θέση του με όλο του το φως που γεμίζει την ψυχή μου... 




Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Ο πυρετός των Μαρμάρων 1800-1820 (Μαρτυρίες για τη λεηλασία των ελληνικών μνημείων)



Στον Γ. Σεραφίνο... (ανοίγει το πράγμα, όπως είπες συνοδοιπόρε στον Κόσμο των Ιδεών...) 


Κατά την πρώτη μου περιοδεία στην Ελλάδα γνώρισα τον ανείπωτο εξευτελισμό να παραστώ στη λεηλασία του Παρθενώνα από τα εκλεκτότερα γλυπτά του και στην καταστροφή ορισμένων από τα αρχιτεκτονικά τμήματά του. [...] Είναι οδυνηρό να συλλογίζεται κανείς πως αυτά τα τρόπαια του ανθρώπινου πνεύματος, τα οποία αντιστάθηκαν στη σιωπηλή φθορά του χρόνου για ένα διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι δύο αιώνες [...] ήταν τελικά καταδικασμένα να γνωρίσουν μια τέτοια σαρωτική κακοποίηση που πάντα θα αποτελεί αντικείμενο αποδοκιμασίας. 

Αυτά έγραφε μεταξύ των άλλων ο Έντουαρντ Ντόντγουελ. Μπορεί γι' αυτόν να ήταν μνημείο ντροπής όλο αυτό το πλιάτσικο αλλά για τους υπόλοιπους αυτού του συλλογικού έργου το να πάρουν με τόσους δόλιους τρόπους πολιτιστικούς θησαυρούς που ανήκαν σε άλλους λαούς και τόπους (σε αυτή την περίπτωση στον τόπο μας), ήταν κατορθώματα που έπρεπε να εξιστορηθούν. Και μάλιστα να υπεραμυνθούν των πράξεων τους,  Άγγλοι και Γάλλοι σε ένα πρωτοφανές ράλι αρπαγής, απειλώντας, δωροδοκώντας και χρησιμοποιώντας κάθε μέσο και διασύνδεσεις πετύχαιναν τους σκοπούς τους. 

Το συλλογικό αυτό βιβλίο είναι ένα σπουδαίο βιβλίο από πλευράς μαρτυριών των ίδιων των ανθρώπων που σχεδίαζαν και εκτελούσαν τις συγκεκριμένες αποστολές. Η κατατοπιστική εισαγωγή του για την εσωτερική κατάσταση που επικρατούσε τις δύο τελευταίες προεπαναστατικές δεκαετίες είναι διαφωτιστική. Η Αφροδίτη της Μήλου, οι ναοί, τα αγάλματα, το Ερέχθειο που δεν κλάπηκε επειδή δεν βρέθηκε τόσο μεγάλο καράβι για να το μεταφέρει, η απληστία των Άγγλων κυρίως, διπλωμάτες, προεστοί, ελληνες εργάτες, η Υψηλή Πύλη, τυχοδιώκτες, "αρχαιολάτρες" και πολλοί άλλοι παρελαύνουν από τις σελίδες του εξηγώντας ο καθένας την αλήθεια του. Μα την πιο μεγάλη αλήθεια την έγραψε ο Βύρωνας το 1812.

Παγώνει, Ελλάδα, ευγενική η καρδιά που σ' ατενίζει,
σαν εραστής πια δεν σκιρτά πάνω απ' τα χωματά σου,
τυφλό είν' το μάτι που θωρεί και δεν δακρύζει
τα κάστρα σου γυμνά, συντρίμμια συλημένα τα ιερά σου
σε χέρια Βρετανών, που σ' άρμοζε καλύτερα να στέρξουν
λείψανα σαν αυτά που ανεπανόρθωτα χάθηκαν.
Κατάρα στη στιγμή που απ' το νησί τους ξεχύθηκαν
τον άμοιρο τον κόρφο σου ξανά για να κουρσέψουν 
και τους θεούς σου ευάλωτους στη φρίκη του Βορρά να φυγαδέψουν.