Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Σήμερα το πρωί ο ταχυδρόμος μου επέδωσε ένα δέμα. Το άνοιξα. Ήταν το πρώτο ενός μυθιστορήματος που έγραψα για να ευχαριστήσω τους τρεις μικρούς γιους μου: τον Σεμπαστιάν, που είναι έντεκα, και τους δίδυμους Και και Λεόν, που είναι οκτώ.
Το γράψιμο αυτού του βιβλίου ήταν μια πράξη αγάπης για τα παιδιά μου, για την πόλη στην οποία ζήσαμε τρισευτυχισμένοι, το Αμβούργο, και για τον κεντρικό χαρακτήρα, τον γάτο Ζορμπά, έναν γάτο μαύρο και πελώριο και χοντρό, που μας συντρόφεψε στα όνειρά μας, στις ιστορίες και στις περιπέτειές μας για πολλά χρόνια.
Ακριβώς τη μέρα που ο ταχυδρόμος μου επέδωσε αυτό το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου κι εγώ ένιωσα τη χαρά να δω τις λέξεις μου καλοστοιχισμένες στις σελιδές του, ο Ζορμπάς εξεταζόταν από έναν κτηνίατρο, χτυπημένος από μιαν αρρώστια που πρώτα τον μάρανε και του 'κοψε την όρεξη, κι ύστερα του 'φερε δύσπνοια. Το απόγευμα, που πήγα να τον πάρω, άκουσα την τρομερή διάγνωση: "Λυπάμαι, αλλά ο γάτος σας έχει έναν προχωρημένο καρκίνο στους πνεύμονες".
Οι τελευταίες παράγραφοι του μυθιστορήματος μιλούν για τα μάτια ενός γάτου αρχοντικού, ενός γάτου καλού, ενος γάτου του λιμανιού, γιατί ο Ζορμπάς είναι όλα αυτά και πολλά άλλα. Μπήκε στη ζωή μας ακριβώς όταν γεννήθηκε ο Σεμπαστιάν, και, με τον καιρό, έγινε άλλο ένα μέλος της οικογένειας μας, ένας αγαπημένος σύντροφος με τέσσερα ποδάρια και μελωδικό ρονρόνισμα.
Τον αγαπάμε αυτόν τον γάτο, κι ακριβώς επειδή τον αγαπάμε, πρέπει να φωνάξω τα παιδιά μου και να τους μιλήσω για το θάνατο.
Να μιλήσω για το θάνατο σ' αυτούς που είναι όλη μου η ζωή... σ' αυτούς τους τόσο μικρούς, τόσο αγνούς, τόσο έξυπνους, τόσο καλόπιστους, τόσο ευγενικούς, τόσο γενναιόδωρους... Πάλεψα με τις λέξεις, ψάχνοντας τις πιο κατάλληλες για να τους εξηγήσω δύο τρομερές αληθείς: την πρώτη, ότι ο Ζορμπάς, υπακούοντας σ' ένα νόμο που δεν τον θεσπίσαμε εμείς και στον οποίο, αργά ή γρήγορα, όσο εγωιστές κι αν είμαστε, θα υποταγούμε κι εμείς, θα πεθάνει - όπως όλοι και όλα° τη δεύτερη, ότι από εμάς εξαρτάται να τον γλιτώσουμε από ένα θάνατο φριχτό και επώδυνο, γιατί αγάπη δε σημαίνει μόνο να εξασφαλίζεις την ευτυχία σ' αυτόν που αγαπάς, αλλά και να τον βοηθήσεις να μην υποφέρει και να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του.
Ξέρω πως τα δάκρυα των παιδιών μου θα μ' ακολουθούν σ' όλη μου τη ζωή° πως ένιωσα φτωχός κι ασήμαντος μπροστά τους, βλέποντας πόσο ανυπεράσπιστοι ήσαν° πως ένιωσα ηλίθιος που δεν μπορούσα να μοιραστώ την αγανάκτησή τους, τις διαμαρτυρίες τους, τους ύμνους τους στη ζωή, τις κατάρες τους εναντίον ενός θεού στον οποίο πίστευα μόνο και μόνο για χάρη τους, τις ελπίδες τους που τις εξέφραζαν με όλη την αγνότητα του ανθρώπου στην καλύτερη μορφή του.
Άραγε, το ήθος είναι ιδιότητα των ανθρώπων ή επινόημα τους; Πως να τους εξηγήσω ότι έπρεπε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα αυτού του εξερευνητή των κεραμιδιών, του τυχοδιώκτη των κήπων, του φόβου και του τρόμου των ποντικών, του αναρριχητή στις καστανιές, του καβγατζή στις αυλές το φεγγαρόφωτο, του μόνιμου θαμώνα στις κουβέντες μας και στα όνειρα μας;
Πως να του εξηγήσω ότι υπάρχουν αρρώστιες που έχουν ανάγκη τη θαλπωρή και την στοργή των υγιών, γιατί υπάρχουν κι άλλες που είναι μόνο αγωνία, μόνο άτιμη και τρομερή αγωνία, όπου η μοναδική ένδειξη ζωής είναι η έντονη επιθυμία να πεθάνεις;
Και τι ν' απαντήσω στο δραστικό: "Γιατί αυτός;". Αλήθεια: Γιατί αυτός; Γιατί ο συνοδοιπόρος μας στον Μελανά Δρυμό; "Τι τρελός γάτος!" έλεγε ο κόσμος που τον έβλεπε να ορμά καταπάνω μας ή να 'ναι ανεβασμένος στη σέλα ενός ποδηλάτου. Γιατί αυτός; Γιατί ο καραβόγατός μας που ταξίδεψε μαζί μας στο ιστιοπλοϊκό στα νερά του Κατεγάτη; Γιατί ο γάτος μας που, μόλις άνοιγες την πόρτα του αυτοκινήτου, ήταν ο πρώτος που έμπαινε μέσα, τρελός και παλαβός για ταξίδια; Γιατί αυτός; Τι να τα κάνω όλα τα βιώματα αν δεν μπορώ να βρω απάντηση σ' αυτό το ερώτημα;
Κουβεντιάζαμε παρουσία του Ζορμπά που, όπως πάντα, μας άκουγε με τα μάτια κλειστά, δείχνοντάς μας απόλυτη εμπιστοσύνη. Και κάθε λέξη που την έκοβε το κλάμα, έπεφτε πάνω στο μαύρο του τρίχωμα. Κι εμείς τον χαϊδεύαμε, τον διαβεβαιώναμε πως σκεφτόμασταν το καλό του, του λέγαμε πως η αγάπη που μας ενώνει θα μας οδηγούσε στην πιο οδυνηρή απόφαση.
Οι γιοι μου, οι μικροί μου σύντροφοι, οι μικροί μου άνδρες, οι μικροί μου τρυφεροί και σκληροί άνδρες, μουρμούρισαν ναι: να κάνει ο Ζορμπάς την ένεση που θα τον κοιμίζει για να ονειρευτεί έναν κόσμο χωρίς χιόνι και με φιλικά σκυλιά, με στέγες φαρδιές και ηλιόλουστες, με άπειρα δέντρα. Απ' την κορφή ενός τέτοιου δέντρου θα μας κοιτάζει, για να μας θυμίζει ότι δεν θα μας ξεχάσει ποτέ.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, είναι νύχτα. Ο Ζορμπάς είναι ξαπλωμένος στα πόδια μου, βαριανασαίνοντας. Το τρίχωμά του αστράφτει στο φως της λάμπας. Τον χαϊδεύω, λυπημένος κι ανήμπορος. Τόσες νύχτες που έγραφα, τόσες σελίδες, ήταν δίπλα μου... Μοιραστήκαμε τη μοναξιά και το κενό που αφήνει πίσω της η τελευταία τέλεια ενός μυθιστορήματος. Του εξιστόρησα τις αμφιβολίες μου και τα ποιήματα που λογαριάζω να γράψω μια μέρα.
Ζορμπάς... Αύριο, από αγάπη και μόνο, θα 'χουμε χάσει έναν σπουδαίο σύντροφό.
ΥΓ. Ο Ζορμπάς αναπαύεται αυτή ρίζα μια καστανιάς, στη Βαυαρία. Οι γιοι μου του έφτιαξαν έναν ξύλινο σταυρό κι έγραψαν πάνω του: "Ζορμπάς. Αμβούργο 1984 - Βίλσχαϊμ 1996. Διαβάτη, ενθάδε κείτε ομευγενέστερος των γάτων. Άκου τον: ρονρονίζει.
Καρτ ποστάλ: κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια εικόνα στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα.
Το διήγημα " Η αγάπη και ο θάνατος" είναι από το τελευταίο βιβλίο με ανέκδοτα κείμενα του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα Λιούις Σεπούλβεδα των εκδόσεων opera σε μετάφραση του ακούραστου εργάτη των γραμμάτων Αχιλλέα Κυριακίδη
Διαβάστε ακόμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου