Θα ήθελα να έχω ένα σπίτι μ' ένα μεγάλο χωράφι γύρω γύρω, να βρω ένα γαϊδουράκι και να το αμολήσω χωρίς να είναι δεμένο μέσα! Έτσι, για να εξιλεωθεί, έστω και στο απειροελάχιστο, το ανθρώπινο γένος για όσα δεινά υπέβαλλε ανά τους αιώνες αυτό το πλάσμα... Αυτό σκεφτόταν κάθε φορά που επισκεπτόταν διάφορα μέρη που παραθέριζε τα καλοκαίρια. Εκεί συναντούσε δεμένα γαϊδουράκια για άπειρες ώρες μέσα στον ήλιο. Τα πλησίαζε, τα χάιδευε και πολλές φορές τα τάιζε ντομάτες! Τον αναγνώριζαν από μακριά κι έτρεχαν προς το μέρος του, όσο τους επέτρεπε το σκοινί, κάθε φορά που τον έβλεπαν! Ήταν κάτι που του τα έκανε ακόμα πιο συμπαθή! Άλλες φορές τα έβλεπε να είναι παραφορτωμένα κι άλλες φορές να τα κακομεταχειρίζονται. Αυτό το τελευταίο τον έκανε να στρέφει το κεφάλι αλλού. Κακώς... Αργότερα, μέσα από τις σελίδες βιβλίων κατάλαβε ότι όλα αυτά που τραβούσαν στα μέρη που τα συναντούσε ήταν πταίσματα μπροστά σε όσα πέρασαν άνα τους αιώνες. Η αναγκαστική στράτευση τους στην παράνοια των πολέμων ήταν κάτι που δεν είχε σκεφτεί ποτέ... Τα ζα, τα κτήνη όπως τα ονόμαζαν, επιστρατευμένα, για να συμβάλουν άθελά τους στην κτηνωδία των ανθρώπων...
Τα ζα
Τα ζα στον πόλεμο! Σήμερα από το πρωί συλλογιούμαι μόνο αυτό. Καλά εμείς οι άνθρωποι. Έχουμε τα συμφέρα μας, τις ιδεολογίες μας, τις λόξες μας, τις μεγαλομανίες μας και τους ενθουσιασμούς μας. Απ' όλα αυτά μαγειρεύεται περίφημα ο πόλεμος. Έχουμε και τις πονηριές μας για να γλιτώνουμε σαν δούμε τα ζόρικα. Τ' αμπριά μας, τα νοσοκομεία, ακόμα και τις λιποταξίες. Όμως τ' αγαθά τα ζα που τα επιστρατεύουμε να κάμουν μαζί μας τον πόλεμο;
Θαρώ πως όταν καμιά φορά οι άνθρωποι βγάλουν από μέσα τους την επιληψία του ομαδικού σκοτωμού, θάχουν όλο το δίκιο δε ντρέπουνται σ' όλη τους τη ζωή και μόνο γι' αυτό: Που τραβήξανε και τ' αθώα τα ζα στον πόλεμο. Στοχάζουμαι πως κάποτε θα είναι ένα απ' τα πιο μαύρα σημάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων.
Η Μεραρχία μας κουβάλησε μαζί της απ' το νησί και μια συζυγαρχία γαϊδάρους. « Συζυγαρχία ημιόνων» γράφεται στα χαρτιά. Μα η αλήθεια είναι πως έχει μόνο γαϊδάρους. Υποφέρανε πολύ ώσπου να τους μπάσουνε στα βαπόρια. Το ίδιο και σαν τους ξεφορτώσανε στη Θεσσαλονίκη. Τους αρπούσε το βίντσι μουγκρίζοντας θυμωμένα και τους σήκωνε ανάερα μέσα στη γερή φασκιά τους. Αυτό τους ξετρέλαινε. Κ' η τρομάρα τους ήταν εκπληχτικά ζωγραφισμένη μέσα στα μάτια τους. Κλωτσούσανε στο κενό, φρουμάζανε, στριφογύριζαν τους βολβούς και το πετσί τους ρυτίδιαζε απ' τη φρίκη. Κατόπι περάσανε μαζί μας όλη τη Μακεδονία, φορτωμένοι πυρομαχικά. Τάχανε κι αυτοί με τους Γερμανούς, με τους Τούρκους, με τους Βούλγαρους. Σα μπήκαμε 'μεις στο χαράκωμα, ο όρχος τους στήθηκε στην Κούπα. Είναι ένα χωριό πίσω από τις γραμμές μας ρημαγμένο από το πυροβολικό.[...] Εκεί στην Κούπα , μέσα σε μιαν όμορφη χαράδρα, έστησε τα παλούκια της η «Συζυγαρχία των ημιόνων» της Μεραρχίας μας.
Τα ζα ξεκουραστήκανε κάμποσες μέρες απ' το πολυμερίτικο περπάτημα που τάχε παραζαλισμένα στην κούραση. Ξανεσάνανε. Βρήκανε κιόλας μπόλικο χορτάρι, φάγαν και πήραν απάνω τους. Καρδάμωσαν. Τότες προσέξανε πως ήταν χαρά Θεού πάνω στη γης, κι ο Έρωτας κέντριζε όλα τα πάντα, από τα μαμούδια ως τα λουλούδια, να μπούνε μέσα στο παναιώνιο πανηγύρι της αναπαραγωγής. Οι γαϊδάροι άκουσαν το μεγάλο κάλεσμα και απάντησαν με το ερωτικό τους σάλπισμα: Παρών! Υπάκουγα, γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. Η χαράδρα βούιξε από τα παράφωνα επιθαλάμια χλιμιντρίσματα. [...]
Ένα αεροπλάνο ξεκίνησε τότες βουΐζοντας απ' αντίκρυ. Ήρθε κ' έκοψε ένα-δύο γύρους πάνω από τη χαράδρα. Αυτοί το χαβά τους. Κατόπι γύρισε πίσω μέσα στην αποθέωση των οβίδων, που έσκαζαν στον ουρανό σαν ένα κοπάδι άσπρα προβατάκια που όλο και πλήθαιναν γύρω του.
Οι γαϊδάροι δεν ξέρουν από αεροπλάνα. Ήτανε κιόλας τόσο σύγκορμα παραδομένοι στη χαρά της ζωής, που δεν τους απέμενε καιρός να προσέξουν τίποτ' άλλο.
Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξακοικιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα μέσα στο μεθύσι της γεννητικής χαράς. Ψοφούσαν κι αναστέναζα σαν άνθρωποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά-σιγά, γύριζαν το λαιμό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθια τους που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω, κάτω, τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν, τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνόντανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.
Ένας ημιονηγός, μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, βάλθηκε να τρέχει σαστισμένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου του κ' έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ' αμπριά των Φραντσέζων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ' το λαιμό.
Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες.
[Στρατής Μυριβήλης, Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ]
[Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου]