Υπάρχουν μυθιστορήματα, διηγήματα, ακόμα και ποιήματα που με την έστω και μικρή τους έκταση μπορούν να πουν όσα λένε ολόκληροι τόμοι, χιλιάδες σελίδες πολιτικών μανιφέστων, αναλύσεις επί αναλύσεων. Πάντα βέβαια τα θεωρητικά όπλα είναι αυτά που δίνουν υπεροχή επιχειρημάτων στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο και όλοι οι άνθρωποι οφείλουμε να τα μελετάμε, αλλά δεν μπορούν να δώσουν τη χαρά, την έμπνευση και τα φτερά έστω και κάποιων λίγων εμπνευσμένων σελίδων που κινούνται προς την πιο πάνω κατεύθυνση... Η σύλληψη και η προσπάθεια ενός ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσμο μέσα από τη λογοτεχνία είναι αυτή η ανώτερη μορφή έκφρασης, η πιο περιεκτική σε νοήματα και συναισθήματα, που μας γεμίζει τα πνευμόνια με το οξυγόνο του «καθήκοντος», στο σύντομο αυτό πέρασμά μας από τη γη... Οι στεγνές αναλύσεις των μανιφέστων εξήγησαν, και πολύ καλά έκαναν, τον κόσμο σε εποχές που ήταν ακόμα πιο άμεση η ανάγκη τους. Και πάντα είναι επίκαιρες και χρήσιμες. Εδώ, όμως, σε αυτό το ιστολόγιο εκτός από την αγάπη μας για την αλλαγή αυτού του κόσμου με βοηθό τη θεωρία, αγαπάμε ακόμα πιο πολύ το όνειρό μας αυτό να υποστηριχθεί όχι μόνο στεγνά και υπολογιστικά. Αλλά να γίνει όνειρο ζεστό και τρυφερό μέσα από ιστορίες που επινόησε το ανθρώπινο μυαλό για να καταδείξει την αδικία σε αυτόν τον πλανήτη, με μέσα πιο προσιτά στον άνθρωπο. Με ιστορίες που θα μιλήσουν στην καρδιά και στο συναίσθημά του και θα τον μαγέψουν, ώστε να κατανοήσει τον κόσμο και μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνίας να κάνει το βήμα παραπάνω... Και κυρίως να μη μείνει στεγνός, άδειος και στείρος από ανθρωπιά σε αυτή του την προσπάθεια...
Το διήγημα «ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ» του Στάθη Αλημίση, που ακολουθεί είναι εκτενές, αλλά αξίζει να διαβαστεί για όλους τους παραπάνω λόγους... Βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων «Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ» σε έκδοση του 1953. Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.
Τώρα πάει μισή ώρα που έχω στο στόμα μου ένα κουκούτσι εληάς και το γλύφω, το γλύφω, όπως η ρίζα του πεύκου το βράχο, προσπαθώντας να απομυζήσω και το τελευταίο ίχνος τροφής, που μπορεί να του μένει ακόμα.
Έτσι πεινασμένος και παραλοϊσμένος τράβηξα κατά τον Υμηττό. Είναι άνοιξη πια, είκοσι του Απρίλη και η γη ανασκαμμένη λες από χιλιάδες τυφλοπόντικες. Δεν υπάρχει βόρβος, ούτε χόρτο, ούτε βέβαια θάμνος που να μην έχει ξεριζωθεί. Νομίζεις πως βρίσκεσαι σ' ένα πεδίο μάχης, που το ανάσκαψαν οι όλμοι και το πυροβολικό. Μα δεν είναι τίποτ' απ' αυτά. Εδώ έχει περάσει ο άνθρωπος! Κι' εγώ πίστευα πως θάβρισκα καμμιά ρίζα γλυκειά, κανένα χόρτο, να ικανοποιήσω το φυσικότερο μου δικαίωμα.
Δεν ξέρω αν εκείνη τη στιγμή λυπάσαι πιότερο τον εαυτό σου, παρά τη φύση να τη βλέπεις έτσι ρημαγμένη.
Όσο προχωρούσα, η ζέστη, η εξάντληση και η πείνα, μου βάραιναν τα μάτια, το κεφάλι. Ένα κεφάλι που λες κι' είχε χυμήξει μέσα του ολάκερη η δημιουργία, κι' έπλεε σαν ασπρονήσι μες στην άβυσσο...
Έπεσα στη ρίζα ενός πεύκου σακάτικου και ρικνομένου από τις κάμπιες, πούχε φυτρώσει πα στο βράχο. Ένας ύπνος βαρύς κι αφύσικος σα λιγοθυμιά με χτύπησε. Ανήσυχος και τρομαγμένος, χωρίς να μπορώ να του φέρω αντίσταση, του παραδόθηκα. Μα κάτι δουλεύει, κάτι αγρυπνάει μέσα μου, το νοιώθω. Δεν πέθανα ακόμα. Ένας πανάλαφρος ψίθυρος, μεταμορφωμένος σε απαλό αεράκι, μου μιλάει... ίδια φωνή της φύσης...
...Κάποτες η γη ήτανε σκεπασμένη από ισκιερά ρουμάνια. Εκατομμύρια δέντρα βούιζαν βαθύλαλα ωσάννα στο δημιουργό τους. Μα ενώ όλες οι ψυχές των δέντρων ψέλναν το ίδιο απόκοσμο τραγούδι, ήτανε γραφτό τους σ' αυτή τη γη, να μη ζουν ειρηνικά. Το καθένα κύτταγε πως να ζήσει, μόνο γι' τον εαυτό του, υπακούοντας στο μεγάλο νόμο της φύσης...
Τα πιο γερά πούχανε δυναμώσει σε βάρος των άλλων, θέριεψαν κι' ερρίξαν τα ριζοπλοκάμια τους στους κάμπους. Κι' έτσι οργώνοντας και κυριεύοντας τις παχειές γαίες, τις άφηναν κληρονομιά στους επιγόνους τους.
Μες στα νικημένα ήτανε και τα πεύκα, που πήρανε το δρόμο για τα βουνά, τ' ακολουθούσαν η πικρή ρίγανη και το θυμάρι. Στις παχειές φυλλωσιές των καμπίσιων δέντρων, πούχανε ξαπλωθεί σαν προϊστορικοί δεινόσαυροι στα φιδωτά ποτάμια και πίναν, πίναν ναρκωμένοι κι ατάραχοι, εκεί στα πανύψηλα καβάκια και χιλιόχρονα πλατάνια, χτίσαν τις φωληές τους τα γλυκοκέλαδα πουλιά. Μα το θυμάρι τράβηξε τις μέλισσες στα γδυμνά βουνά.
Από τότε ρημαγμένα κι έρημα τα φτωχά δέντρα των λόγγων, προσπαθούσαν να τρυπήσουνε μόνα τους τους άγονους βράχους, γλύφοντάς τους αιώνες, για να μπορέσουν ν' αναπτυχθούνε και να στεριώσουν. Συγχρόνως νοιώθαν ένα μίσος θανάσιμο για τα δέντρα του κάμπου, γιατί καταλάβαιναν πως οι νεροπηγές που τρέχαν μουρμουριστά και κλαίγοντας τρέφαν εκείνα πούταν πάντα αχόρταγα. Κι' οι νεροπηγές ανάβλυζαν απ' το μόχτο το δικό τους, των ριζών τους, που τρυπούσανε το βράχο. Γι' αυτά δεν υπήρχε θέση εκεί κάτω. Κάποια μοίρα τους είχε ορίσει το ρόλο του σκλάβου εργάτη, του μυθικού Άτλαντα, που βαστάει τις πέτρες και τα χώματα να μην κυλήσουν οι χειμωνιάτικες βροχές και χερσώσουνε τον κάμπο.
Όσο τρυπούσανε το βράχο, τόσο δυνάμωναν, αλλά μαζί βλέπανε και την τρομερή ανισότητα και αδικία που τα μάστιζε. Τίποτε δεν έμενε από το έργο τους.
Γι' αυτούς οι πηγές τρέχαν, πότε με θυμωμένους αφρούς, μα τις περισσότερες φορές κλαίγοντας προς τους αφέντες του κάμπου. Ανυπεράσπιστα και χωρίς αντίσταση βλέπαν να χάνεται η δύναμη τους, η εργασία τους, η δροσιά τους... Πονούσαν!... Πονούσαν τρομερά! Ω! πόσο πονούσαν... Κι' έτσι ένα μεσημέρι, κάτω απ' το μικρό τους ίσκιο, γεννήθηκε μες στα γοερά βογγητά τους ο θείος Στοχασμός. Ήταν ένα παιδί αμούστακο, ξανθό σαν έρωτας, ένας πόθος για λύτρωση, ένας Θεός των αδικημένων, ένας μεσσίας. Α! τι γλυκά νανουρίσματα πούχε το κάθε δέντρο για το νιογέννητο, πόσα παραμύθια, πόσες λαχτάρες και πόνους, πόσα όνειρα δεν τούψελναν θροϊστικά... Μα η αψιά μυρωδιά των κέδρων τον ενάρκωνε.
Σιγά-σιγά σαν αντρώθηκε αυτός, άρχισε αυτός, άρχισε να μη του αρέσουνε τα πρώτινα τραγούδια. Δεν αρνήθηκε όμως ούτε την καταγωγή του ούτε την αποστολή του σα θεός τους.
Έτσι κατέβηκε στον κάμπο, να δει από κοντά και να γνωρίσει τους εχτρούς του.
Μόλις τους πλησίασε κι' αμέσως κατάλαβε. Τα χαμόδεντρα που ζούσανε στα πόδια των περήφανων δέντρων, το ίδιο άθλια και βασανισμένα σαν τα δέντρα των λόγγων, υποδέχτηκαν με συμπάθεια κι' άλλα μ' ενθουσιασμό το κήρυγμα του καινούργιου θεού.
Τότε μια μυριόστομη, τρομερή κραυγή ακούστηκε στον κάμπο. Τα πουλιά πέταξαν και τρομαγμένα τρέξανε να χωθούν μες στις φωλιές τους.
Οι ισκιερές λεύκες και τα κατοχρονίτικα πλατάνια, σκύψανε κομπιαστικά μα και με φανερή ανησυχία, να δούνε στα πόδια τους, γιατί από κει τους φάνηκε πως ξεχύθηκε η κραυγή. Κι' αντίκρυσαν για πρώτη φορά τα χαμόκλαδα, που όσο πιο χαμηλά φύτρωναν, με τόσο απειλητικό μάτι τα κύτταζαν... Τότε με τη σειρά τους κατάλαβαν κι' αυτά. Κάτι σα να τους πίεζε τις ρίζες, κάτι που προσπάθαε να τ' ανατρέψει, κι' οι περικοκλάδες που ζούσανε χρόνια μπλεγμένες απάνω τους, τώρα τα ενοχλούσαν.
Ένας αέρας όλο σαρκασμό συγκλόνισε τα κλαριά. και τα φύλλα θροΐσαν ειρωνικά και φλύαρα. Κι' από τότε, όσο πιο πολλές ενισχύσεις στέλναν τα φύλλα προς τα κάτω για να χτυπηθεί ο εχτρός, τόσο και πιο πολύ τα χαμόδεντρα μπλέκονταν στις ρίζες τους, για να τους αντισκόψουνε το δρόμο. Κι' έτσι πλήθαινε η βουή πούρχονταν από κάτω, μα κι' απ' τα μακρινά δέντρα των λόγγων.
Σιγά-σιγά μες απ' την άναρθρη έχτρα , τη γιομάτη νόημα, άλλα δίχως σκοπό, βγήκε μια φωνή βαθιά κι' ανθρώπινη, που γιόμισε τη γη. Την είχε γεννήσει πάλι ο θείος Στοχασμός και πρόσταζε: «Ανάγκη να λείψουν τ' ανώφελα δέντρα. Εδώ θα γίνει ο ναός μας». Οι πηγές τρέξαν κελαρύζοντας χαρούμενα στον κάμπο, να δώσουν τη βοήθεια τους στο επίμοχθο έργο.
Απ' την άλλη μεριά τα δέντρα του κάμπου, προσπαθώντας να εξαφανίσουν τον εχτρό, όλο και πάχαιναν... πάχαιναν... ώσπου δεν μπορούσαν πια να σκεφτούν, ναρκώνονταν. Κι' άρχισε η γκρίνια ανάμεσα τους, που ζούσε χρόνια μες στη φλούδα τους., αλλά τώρα πιο αιρετική και πιο δυναμωμένη. Η απληστία τους γινόταν τώρα πιο μεγάλη απ' τη στέρηση της εύκολης τροφής. Μπορούσες να προβλέψεις πως γρήγορα θάρχιζε το αλληλοφάγωμα, ξεχνώντας τον κοινόν εχτρό.
Τότε πια έφτασε ο καιρός που περίμεναν άλλοι με λαχτάρα κι άλλοι με κρυφό τρόμο. Μ' ένα βουητό π' αντιλάλησαν οι ηχεροί και σκοτεινοί αιώνες, ένας απειλητικός σίφουνας από δεντρομάζωμα, χύθηκαν τα βουνίσια δέντρα ενάντια στα λιγοστά μα γιγάντια και χιλιόριζα καμπίσια. Ήταν κάτι το μεγαλειώδες πούμοιαζε με δημιουργία. Κι' άρχισε ένα μαλλιοτράβηγμα, ένα χλαλοητό...
Έβλεπες αρχόντισσες λευκές με γαλατένιους λαιμούς, να ξεριζώνονται μ' ένα τραγικό και τρομερό κρώξιμο, χώματα μαύρα και παχειά ανασκάβονταν... Οι σάπιες ρίζες, σαρακοφαγωμένες, μη μπρώντας να βαστάξουνε το βάρος των γιγαντένιων κορμών, τινάζονταν, πετάγοντας βούρκο με οσμή σαπίλας στα μάτια... Όγκοι από χώματα υψώνονταν κι' αλλού έχαιναν λάκκοι, σαν από βλήματα που σφεντονίζονταν απ' το άπειρο... Η γης, το σύμπαν είχανε χάσει πια έλεες την ισορροπία τους· αυτή την άδικη και καταραμένη ισορροπία.
Αυτή τη δεντροχαλασιά τη ζούσα σαν ένας Νέρωνας, μα χωρίς κακία και δίχως χαρά. Άνοιγα τα μάτια μου, μια στις χαίνουσες λάκκες και μια στον καταγάλανο ουρανό, που ξάνοιγε απ' το γκρέμισμα των ισκερών φραγμών
Για μια στιγμή ανατρίχιασα σύγκορμος. «Τα πουλιά! φώναξα, τ' αηδόνια, οι φωλιές τους· δεν είναι κρίμα;» Τότε, αφού ήμουν κι' εγώ ένα δέντρο ρυκνό κι' αδύναμο, μπόρεσα κι' άκουσα τη φωνή ενός συντρόφου μου: «Μη χολοσκάς παληκάρι μου. Τα πουλιά είναι δικά μας. Πάλι θα πετάξουν όσα είναι γερά κι' αντέχουν, στα φτωχά μας κλαριά, να φαιδρύνουν το μόχτο μας. Μα και κανένα να μην έρθει, μεις που γεννήσαμε ένα θεό, θα χαιρόμαστε ακούγοντας τους μυστικούς αυλούς του δάσους, τις νεροσυρμές και το βούισμα των μελισσιών, που θα υμνούμε στο έργο μας. Μέσα απ' αυτό το έργο θα ξεπηδήσει το καινούριο τραγούδι».
Σαν ησύχασε το κακό, η γης ήτανε ένα κομμάτι χάους ασβολερού. Ξεκλαρισμένα δέντρα, χαμόδεντρα πεθαμένα, περικοκλάδες βουτηγμένες στη λάσπη, κοίτονταν πα στην ανασκαμμένη γη.
Τότε, μες στη φαινομενική σύγχυση, ακούστηκε πάλι η βαθύλαλη φωνή του θείου Στοχασμού: «Σύντροφοι! εμείς που τρυπήσαμε το βράχο, εμείς που τόσα χρόνια υποφέραμε την αδικία των δυνατών, εμείς που ήρθαμε εκδικητές και τιμωροί, διψώντας για δικαιοσύνη, δεν μπορούμε να μείνουμε δω. Η θέση μας είναι κει πάνω. Μες στη φλούδα μας κυλάει το ρετσίνι σαν τον πικρόν ιδρώτα, που είναι ανάγκη να χυθεί πα στη ματωβαμένη γη, σπονδή για τους παραγνωρισμένους μας θεούς. Πρώτος εγώ παίρνω τους δρόμο για την παληά μας πατρίδα, εκεί που μας αγαπούν και μας χαίρονται τα χώματα. Θα συνεχίσουμε το τρύπημα του βράχου, ώσπου τα νερά θα κυλάν βρυσομάνες στον καινούριο μας κάμπο. Θα κλείσουν τους λάκκους, τα λαγούμια, και γαλήνια και ειρηνικά θα γυρίζουν τον πελώριο τροχό του ναού μας. Κι' ο κόκκινος ήλιος, στηλώνοντας τα έκθαμβα του μάτια στον καθρέφτη των γαλήνιων ποταμιών μας, θα φουσκώνει τα κατάλευκα σύννεφα, που θα πέφτουν σα δροσιά κι' ευλογία στα κουρασμένα μας μέλη».
Αυτά είπε ο θείος Στοχασμός και τράβηξε πρώτος, ενώ με αλάλητο χαράς ακολουθούσαν τα κυρίαρχα δέντρα.
Σιγά-σιγά χύθηκε γύρω μου, ευφραντική σιωπή. Άνοιξα τα μάτια μου. Στο πεύκο μου ένα αποδιωγμένο αηδόνι τραγουδούσε, ένα τραγούδι χωρίς αρχή και τέλος, που έσταζε ολόπικρο δάκρυ, σαν τα τραγούδια της ανατολής. Ένα τραγούδι όμως χωρίς μοιρολατρεία...
Απρίλης 1942