Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάτου η πόλη βούιζε νύχτα.[...]Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασάνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα, απ' τη νύχτα ως την άλλη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ' τ' άλλα μες στην ποδιά του Λυκαβηττού.[...]
Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Βίζιτες δεν περνούσαν το κατώφλι. Και μονάχα ο Κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε... χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ' το πρώτο φέγγος της αυγής.
Ήταν πολλές οι δουλειές σε εκείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα· κι η ψυχή της Ρηνούλας μια. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε.[...] Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλλε στο μπαλκόνι...Κι ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο· κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι αυτό ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου.[...]
[Μενέλαος Λουντέμης: Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό, διήγημα από το βιβλίο του Βουρκωμένες μέρες]
Την Τρίτη 13 Μαρτίου 1956, μετά από πολλά χρόνια εξορίας και βασανιστηρίων, ο Μενέλαος Λουντέμης μεταφέρεται από τον Άη-Στράτη στην Αθήνα για να δικαστεί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για τη συλλογή των διηγημάτων του και συγκεκριμένα αυτό με τον τίτλο «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό», που εκδόθηκε το 1953. Τα πάθη της Ρηνούλας και της κάθε Ρηνούλας έπρεπε να μένουν πίσω από τις κλειστές πόρτες των μεγαλοαστικών σπιτιών. Να μην φωτιστούν από την πένα του συγγραφέα. Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ο Λουντέμης ρωτήθηκε από τον πρόεδρο για την ενοχή του και απάντησε:
«Ναι, είμαι ένοχος. όχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».
Η δίκη συνεχίστηκε και το λόγο πήρε ο δικηγόρος του Λουντέμη. Ας δούμε με τα πλάγια γράμματα τι έγινε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Λάμπρου Ζιώγα: Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη.
Ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα, το ανοίγει και αρχίζει να απαγγέλλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:
Εγώ είμαι ο γκρεμιστής
Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης
Ο διαλεχτός της άρνησης
Κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα
Νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα
Τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός,
Του χαλασμού πατέρας,
Πάντα κοιτάζω προς το φως
Το απόμαυρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος,
Εγώ κι ο ανοιχτομάτης
Του μακρεμένου αγνανευτής
Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Και με το καριοφύλλι μου
Και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά,
Γη χέρσα το χωράφι.
Εδώ ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει:
-Περιμένω ν' ακούσω τη γνώμη σας κύριε μάρτυς.
Ο Καραχάλιος (μάρτυρας-αστυνόμος γενικής ασφάλειας) όμως σωπαίνει. Ύστερα από λίγο λέει:
-Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα
-Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω, λέει ο Θεοτοκάτος.[...]
Και συνεχίζει ο συνήγορος να απαγγέλει καθαρά τους επόμενους στίχους του ποιήματος μέχρι που σταματάει και ξαναρωτάει το μάρτυρα.
-Μήπως τώρα κύριε μάρτυς σχηματίσατε γνώμη;
Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά:
-Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;
-Γιατί κύριε μάρτυς σας ενδιαφέρει;
-Ναι, με ενδιαφέρει.
-Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό.
-Μα ξέρετε κύριε συνήγορε... όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη.
-Δεν θα σας πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ' το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας:
-Τέλος πάντων κύριε συνήγορε, θα μας πείτε καμιά φορα το συγγραφέα του κειμένου;
Ο πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του, γυρίζει προς τον εισαγγελέα και λέει:
-Αφήστε κύριε εισαγγελέα. Κάποιος του ίδιου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.
Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα. Βλέποντάς τον ο πρόεδρος τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:
-Κύριε συνήγορε δεν σας επιτρέπω να συνεχίσετε. Δεν σας επιτρέπω να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελλος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως, ενώ εκείνος που το 'γραψε, αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα, πρέπει να καθίσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου, να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί...[...]
-Κύριε πρόεδρε, λέει ο Θεοτοκάτος, ομολογώ πως τέτοιο λαβράκι δεν το περίμενα στα δίχτυα μου. Εγώ αλλού ψάρευα, δείχνοντας το μάρτυρα κατηγορίας. Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς χαρακτηρίσατε αντεθνικόν κλπ κλπ είναι απόσπασμα απ' το γνωστό ποίημα «Ο εκδικητής» που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες. Εκείνος που τόγραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να δικαστεί για προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, τον αγαπά και τον τιμά.[...]
-Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι προδότης κι ο Λουντέμης που έγραψε το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες» και για το οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος αιφνιδιάζεται, τα χάνει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Και για να βγει από τη δύσκολη θέση χτυπά το κουδούνι αμήχανα και διακόπτει τη συνεδρίαση λέγοντας:
-Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα.
Η δίκη συνεχίστηκε. Μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο απολαυστικός Κώστας Βάρναλης και ο συγγραφέας Στρατής Δούκας! Στη συνέχεια κλήθηκε να απολογηθεί ο Λουντέμης.
Ο συγγραφέας περιέγραψε μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν έφτασε να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος παρατήρησε:
«Απορώ... πως δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας...»
Και ο Λουντέμης απάντησε:
«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ!
Ο Μενέλαος Λουντέμης καταδικάστηκε. Τα βιβλία του απαγορεύτηκε να κυκλοφορούν. Αλλά αυτός συνέχισε να γράφει όπως ανέπνεε... Για όλες τις Ρηνούλες όλου του κόσμου, για όλα τα παιδιά που μετράνε τ' άστρα... Και τον ευγνωμονούμε γι' αυτό!